Πάνος Θεοδωρίδης …Όταν ήρθαν οχ τον Καύκασον, φυλάγοντας χρήματα και εικονίσματα σε ένα τσουβάλι αλεύρι που η Μητέρα το είχε για κάθισμα, τρεις μέρες ακούνητη στο κατάστρωμα, τους ξέβρασαν Σαλονίκη και τους πήγαν στο Χαρμάνκιοϊ.

Ήταν αργά, ο καταυλισμός ήταν άδειος καθώς οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν πάρει τον δρόμο για τα χωριά που τους έταξαν.  Ευτυχώς. Διότι υπήρχε δουλειά στον Φιλίππου παραδίπλα. Η Μητέρα και ο μεγάλος γιος δούλευαν στα καλούπια, τα δύο μικρά βοηθούσαν στο ντάνιασμα.

Κάτω στα ποτάμια, ζούσανε ως πρόσφατα Μποσνιάκοι, από την δική τους προσφυγιά και τους πήρε το καράβι για Σμύρνη. Είχανε μείνει οι μισοί από την ελονοσία.

’Ηρθε ένας δάσκαλος τριών μαρτύρων, ετών είκοσι, που τον ήξεραν από τον Βλαδικαύκασο και τους πήγε στην Επιτροπή. Τους έστειλαν στο Αρσακλή, ένα μέρος στα ψηλά, όλο θάμνα και λίγα γκρέμια. Έβλεπαν τη Σαλονίκη ,αλλα δεν τους άρεσε, επειδή έπρεπε να ξεχερσώσουν τον κλήρο τους και ήταν γενιά φουρναραίων, δεν κάτεχαν.

Ώσπου εκείνο το καλοκαίρι αντάμωσαν έναν Χαρσερέτα, από το χωριό που είχαν εγκαταλείψει πριν είκοσι χρόνια, για να ξενητευτούν στη Σιβηρία. Αυτός τους είπε πως από την Χάρσερα, το Ομάλ και τη Διάκονα, οι πολλοί, πέρασαν το φθινόπωρο σε νέο τόπο, το Κούρμπετς, βουλγαροχώρι ,που το έπιανε η ανταλλαγή και είχε μύλο, ποτάμι, λοφάκια και ήταν μακριά από βάλτους. Πήραν την απόφαση και ζήτησαν να μείνουν εκεί.

Στο Κούρμπετς, οι εντόπιοι δεν είχαν φύγει ακόμη. Ετοιμάζονταν. Έβαζαν σε μαύρα σεντούκια στολισμένα με ζωγραφισμένα ανθάκια το έχει τους, που δεν ήταν και πολύ.

Ξεχειμώνιασαν σε ένα μακρυνάρι που ήταν στάβλος και κατοικία, με μιά τρύπα στην οροφή, το μισο χωρισμένο με δυό κουβέρτες και η εστία κοινή. Δεν είχαν τζάκι και πιάτα, μόνον ένα κουτάλι ο καθε εντόπιος στη ζώνη και έτρωγαν από μια κοινή χύτρα με ό,τι υπήρχε να βράζει.

Οι δικοί μας έφτιαξαν έναν πάγκο έξω και έτρωγαν με κατσαρόλα και τσίγκινα πιατικά. Τα παιδιά έπαιζαν παιχνίδια με σβουνιές και μάζευαν ξυλάκια και έβλεπαν τα βουλγαράκια να αρμέγουν και μάθαιναν.

Εκείνα τους έλεγαν φεύγουμε τώρα ,ρωσάκια, αλλά θα γυρίσουμε.Και θα τα πάρουμε όλα πίσω.

Στο χωριό είχε και καλύτερα σπίτια, αλλά τα πήραν  ο μουχτάρης και ο κεχαγιάς από τον Πόντο. Τους έδειξαν πως να σπέρνουν και άλλα, χρήσιμα. Είχαν λίρες αυτοί και είχαν φέρει σε κάρα έπιπλα και υφάσματα. Πήραν τον μύλο και φύτεψαν τα χειμωνιάτικα ζαρζαβάτια στο ρέμα.

Όταν οι παλιοί έφυγαν για Βουλγαρία, κρύωσαν και πείνασαν τον πρώτο χειμώνα και άρχισαν να κάνουν συντροφιά μεταξύ τους τα σόγια, οι συγγενείς.Το καλοκαίρι θέρισαν και αλώνισαν και πήραν το ένα τρίτο μερτικό και έχτισαν έναν φούρνο.

Το χωριό μεγάλωσε.Ήρθαν οι τουρκόφωνοι από τα Φάρασα, που ήταν σε ακόμη χειρότερη μοίρα, αλλά είχαν και παπά. Και μερικοί σαρακατσαναίοι που έπιασαν τα νότια, προς το ρέμα.

Ο πατέρας μου εφλέγετο να σπουδάσει και τον πήραν στο ορφανοτροφείο στα  Γιαννιτσά, αφού πέρασε ένα βράδι ξυπόλητος απέξω, επειδή δεν τον έπαιρναν στην αρχή. Μετά τον δέχτηκαν με όρο να βρει κάτι να ποδεθεί. Η γιαγιά μου χρεώθηκε και του αγόρασε λαστιχένια σοσόνια.

Μετά το ορφανοτροφείο διαλύθηκε και τους πήγαν στη Φλώρινα, στο οικοτροφείο. Εκεί τελείωσε το διδασκαλείο.Ήταν ανάμικτοι, εντόπιοι και πρόσφυγες. Δεν τα πήγαιναν καλά.Οι εντόπιοι ανησυχούσαν και θύμωναν, επειδή δεν πήραν κλήρα από τους Τούρκους που έφυγαν. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Ρώσο.

Όταν γύρισε στο Κούρμπετς, ως δάσκαλος,κατάλαβε πως τζάμπα δούλευαν για τους μουχτάρηδες , μόνον όταν τους μοίρασαν τον κλήρο. Δύο οικογένειες, από ένα οικόπεδο και από σαράντα στρέμματα.

Πρώτη φορά μίλησαν πόντιοι και τουρκόφωνοι ως μαθητές στο σχολείο. Είχε μαθητές από επτά έως και εικοσιπέντε ετών. Αρχισε να σπάζει ο πάγος ενώ δούλευαν στον δικό τους σχολικό κήπο και έπαιζαν θέατρο που μετέφεραν στολες και σκηνικά με τα υποζύγια. Ως τα Κουφάλια.

Μετά ήρθε μια εγκύκλιος και όριζε να χαλάσουν το παλιό νεκροταφείο και να θάβονται οι ίδιοι στην αυλή της εκκλησίας.΄Εχτισαν τα σπίτια τους από τα αρχαία στο Πελίτ και δεν άφησαν δέντρο που να μη το κόψουν για να ζεσταθούν στους δύσκολους χειμώνες.

Ήταν ένας χαμένος, σπαταλημένος σπόρος. Γρήγορα χωρίστηκαν σε Μεταξικούς και αριστερούς, και έγιναν σαϊνια να αγνοούν τους ξένους και τους εντόπιους που τύχαινε να έρχονται στο χωριό για μεροκάματο ή καμιά ανταλλαγή.

Γρήγορα πληροφορήθηκαν ότι περιβάλλονται από κομιτατζήδες και προδότες και ακόμη πιό γρήγορα μπλέχτηκαν στα ζόρια της κατοχής, οπότε η μόνη φροντίδα ήταν να μη σφαχτούν μεταξύ τους.

Αλλά έπεσε πολύ βρωμόξυλο, πολλή ανάκριση, πολλές μέρες σε κρατητήρια και εξορίες, όσο η «καλή πλευρά» ήταν ένοπλη και απειλητική.

Έτυχε και δεν άκουσαν ποτέ από κανέναν πως ήταν  τουρκόσποροι.Κι όταν έμπαιναν στα εντόπικα χωριά, έφερναν το κεμεντζέ και την ρακή, το Τσάμπασινκαι την Λεμόνα και δεν προτιμούσαν το στιφό κρασί και τις τσούσκες τους.

Ήταν Έλλενεν όλοι, και  μάζευαν πειστήρια από την γλώσσα και τις συνήθειές τους. Οι άλλοι ήταν νιζνάμηδες, έρμαια της μοίρας τους και αυτό κράτησε σε άλλα μέρη έτη εβδομήντα και σε άλλα μέρη έτη ογδόντα.

Εφέτος κλείνουν ενενήντα χρόνια μαζί και δεν τους πολυενδιαφέρει να κατέβουν με κοινό ψηφοδέλτιο. Κι όχι παντού.

Μόνον οι κομπανίες των γύφτων έμαθαν από νωρίς όλα τα τραγούδια τους, όλων των φυλών,για να τους καλούν σε γάμους και πανηγύρια, στις μελαγχολικές τους εργολαβίες τα καλοκαίρια.

Κι όποτε πήγαινα στα εξωτικά τους μέρη,και με έβλεπαν να ετοιμάζω χαρτούρα για να γεμίσω τα χάλκινά τους, πάντα με ρωτούσαν στο τέλος «να πούμε τωρα τα ντικά μας;» Και ως ρωσάκι τους έδινα την άδεια κι αυτοί  με κύκλωναν με ευδαιμονία ενώ τραγουδούσα το «καλε Ντόντσο» και το «Μπίτολα».

Κατά τα άλλα, απροσμάχητον κράτος κατά φαντασίαν διαγουμιστών της ορφανής συνείδησης.