Κάλλιο να μαζεύεις κέρματα παρά να παίζεις πιάνο στου Μαξίμου…

Του Χρήστου Χωμενίδη

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο πατριάρχης του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο άνθρωπος που –όπως έχει αναγνωρίσει ο Γιώργος Ζαμπέτας– “έστρωσε το τραπέζι της μουσικής μας και είπε σε όλους τους νεότερους “κοπιάστε-φάτε!”, ο Μάρκος της Φραγκοσυριανής δεν είχε μια εύκολη ζωή. Ούτε μιαν εύκολη σταδιοδρομία. Πολυτεχνίτης από παιδάκι, αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος και καλύτερος στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 όμως, ξανάπεσε σχεδόν στην αφάνεια. Το ύφος του θεωρήθηκε ξεπερασμένο. Οι δισκογραφικές εταιρείες έπαψαν να ενδιαφέρονται για τραγούδια του. Τα περίοπτα λαϊκά πάλκα δεν είχαν θέση για εκείνον. Τι να’κανε ο Μάρκος; Άρχισε να γυρνάει στις ταβέρνες από τραπέζι σε τραπέζι, με το μπουζούκι και με το πιατάκι για να ρίχνουν οι θαμώνες φραγκοδίφραγκα. Όταν ακόμα και τα φραγκοδίφραγκα έλειψαν, ο Μάρκος Βαμβακάρης εγκατέλειψε την τέχνη του και έγινε πλανόδιος μανάβης και διαλαλούσε με την εντελώς χαρακτηριστική φωνή του φρέσκα φρούτα. Δεν πήγε πάντως σε κανένα υπουργείο πολιτισμού, δεν ζήτησε επιχορήγηση, χρηματική αναγνώριση της καλλιτεχνικής του προσφοράς, ούτε του πέρασε από το μυαλό να αναρωτηθεί τι κάνει για εκείνον η πολιτεία. Υπουργείο Πολιτισμού στην Ελλάδα, άλλωστε, ακόμα δεν υπήρχε.

Ο Άγγελος Σικελιανός φλεγόταν από ένα ευρύτερο της ποίησής του ιδεώδες: Λαχταρούσε να κάνει ξανά τους Δελφούς παγκόσμιο πνευματικό κέντρο. Ομφαλό και πυρσό του ανθρώπινου πολιτισμού. Το όραμά του θα ηχούσε προφανώς ουτοπικό –παρανοϊκό- στα αυτιά του κάθε κλειδοκράτορα του δημόσιου ταμείου. Ευτυχώς υπήρχε η γυναίκα του, Εύα Πάλμερ. Νεοϋορκέζα, κληρονόμος μιας επιβλητικής περιουσίας, η Εύα Πάλμερ αγκάλιασε και χρηματοδότησε τη “Δελφική Ιδέα”. Για να μπορέσει να αναβιώσει στο φυσικό του χώρο το αρχαίο δράμα, για να συναντηθεί ο Αισχύλος με τους ανθρώπους του 20ου αιώνα, η Εύα Πάλμερ μετέτρεψε τους Δελφούς σε πολιτιστικό εργοτάξιο. Επιστράτευσε τους πιο ταλαντούχους νέους της εποχής της. Ενεφύσησε το πνεύμα της και στους απλούς αγρότες της ευρύτερης περιοχής. Όχι μονάχα αυτό. Κατασκεύασε με δικά της έξοδα δρόμο, ο οποίος συνέδεε τους Δελφούς με την Ιτέα, ώστε να έχουν πρόσβαση στις Γιορτές οι ξένοι που η ίδια φιλοξενούσε σε ένα πλοίο στον Κορινθιακό. Οι πρώτες Δελφικές Γιορτές, το 1927, αντιμετωπίστηκαν με ευγενική αδιαφορία από το ελληνικό κράτος. Μόνο στις δεύτερες, το 1930, η επίσημη Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από τον Ελεύθεριο Βενιζέλο. Τρίτες Δελφικές Εορτές δεν οργανώθηκαν. Η Εύα Πάλμερ επέστρεψε, πάμπτωχη, στην Αμερική.

Το Υπουργείο Πολιτισμού ιδρύθηκε το 1971, σαν μια πλατφόρμα προφανώς διάδοσης του χουντικού “ελληνοχριστιανισμού”. Με την Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το απεκατέστησε ηθικά, τοποθετώντας επικεφαλής του τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Με την νίκη του Πασόκ το 1981, υπουργός πολιτισμού ανέλαβε, και παρέμεινε επί οχτώ ολόκληρα χρόνια, η Μελίνα Μερκούρη.

Ό,τι εννοούμε ακόμα ως πολιτιστική πολιτική, ως θεμιτή –ή δέουσα- ανάμειξη του κράτους στις τέχνες και στα γράμματα αποτελεί παρακαταθήκη της αεικίνητης και υπερπληθωρικής Μελίνας. Εκείνη ίδρυσε και στήριξε τα ΔηΠεΘε, ώστε να φτάσει το θέατρο μέχρι τις εσχατιές της ελληνικής υπαίθρου. Εκείνη ενεψύχωσε και χρηματοδότησε παντοειδή δρώμενα, συμβατικά είτε πειραματικά. Εκείνη ενέκρινε γενναιόδωρες επιχορηγήσεις, τιμούσε έμπρακτα τους “ανθρώπους του πνεύματος”, απαλλάσσοντάς τους από το άγχος του ταμείου. Εκείνη αντιλαμβανόταν το κράτος σαν έναν αστείρευτο μαστό για όποιον διαθέτει ταλέντο. Ή έστω φιλοδοξία. Ελάχιστοι της αντιστάθηκαν. Ανάμεσά τους, ο νεανικός της φίλος Μάνος Χατζιδάκις.

Κατά την τριακονταετία που προηγήθηκε των μνημονίων, συνέβαιναν στο χώρο του πολιτισμού σημεία και τέρατα. Σκηνοθέτες εισέπρατταν την αμοιβή τους από τις ταινίες που γύριζαν πριν καν εκείνες κόψουν έστω κι ένα εισιτήριο, παρακρατώντας ένα γενναίο ποσοστό από τα χρήματα που επενέδυαν ως συμπαραγωγοί το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ. Διευθυντές ΔηΠεΘε απολάμβαναν αστρονομικούς μισθούς. Μουσικοί, χορογράφοι, συγγραφείς και μεταφραστές ψωμίζονταν από φεστιβάλ που διοργανώνονταν υπό την αιγίδα δημόσιων ή δημοτικών φορέων. Το πιο εξωφρενικό; Πολιτιστικός παράγων με κάποιο ποιητικό έργο ενέταξε κάποτε τον εαυτό του σε ένα πρόγραμμα αναπαλαίωσης σπιτιών επιφανών λογοτεχνών. Απέκτησε έτσι αιρ-κοντίσιον, καινούργιο παρκέ στο σαλόνι του και μάρμαρα στο μπάνιο του!

Δεν ισχυρίζομαι –προς Θεού!- πως δεν υποστηρίχθηκαν και πολύ ενδιαφέροντα έργα και πολύ προικισμένοι δημιουργοί. Ούτε τρέφω την ψευδαίσθηση πως τα ποσά τα οποία διασπάθισαν οι επιτήδειοι του πολιτισμού αποτελούν έστω και μια παρωνυχίδα από τις μίζες που δόθηκαν για την εθνική μας άμυνα. Πιστεύω απλώς ότι ο εναγκαλισμός του κράτους με την τέχνη –όσο ειλικρινής και τρυφερός κι αν είναι- της προξενεί εν τέλει ασφυξία.

Ο καλλιτέχνης για να είναι γόνιμος, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό του και με τον κόσμο. Πρέπει να αμφισβητεί, να αυθαδιάζει, να ρισκάρει. Να αποτελεί τη ρωγμή του κάθε παγιωμένου, αυτάρεσκου συστήματος. Τον πονοκέφαλο του κάθε βολεμένου. Πώς είναι άρα δυνατόν να τον χαϊδεύει η οποιαδήποτε γραφειοκρατία; Μονάχα εκ του πονηρού θα το κάνει, για να παραστήσει την προοδευτική. Και για να τον ευνουχίσει.

Δεν υπάρχει θλιβερότερο θέαμα από τους ευνουχισμένους καλλιτέχνες, οι οποίοι –ανίκανοι να συγκινήσουν την αγορά, δηλαδή το κοινό- συνωθούνται στους διαδρόμους των υπουργείων. Ζητούν ακρόαση από κυβερνητικούς ή κομματικούς αξιωματούχους. Ποζάρουν σαν “πνευματικοί άνθρωποι”. Σαν μπιμπελό, άλλοθι ευγενών προθέσεων και υψηλής ποιότητας. Κάλλιο να βγάζεις πιατάκι και να μαζεύεις κέρματα όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, παρά να παίζεις πιάνο στο Μέγαρο Μαξίμου.

Ανέκαθεν, θα μού πείτε, η τέχνη είχε μαικήνες. Από την αρχαία Αθήνα, όπου οι πιο εύποροι υποχρεώνονταν να υποστηρίζουν το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων, μέχρι τη σύγχρονη όπερα. Από τους Πάπες που χρηματοδοτούσαν τον Μιχαήλ Άγγελο έως τις καλλιτεχνικές υποτροφίες του Ιδρύματος Ωνάση. Ακόμα και η Εύα Πάλμερ στάθηκε χορηγός των Δελφικών Γιορτών.

Υπάρχει, φρονώ, μια σημαίνουσα διαφορά: Οι μαικήνες κινούνται πάντοτε με κριτήριο το γούστο τους, καλό ή κακό. Το κράτος έχει ως πρώτιστο μέλημα τη διατήρηση της εξουσίας του. Για αυτό και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ποτέ δεν επέτρεψαν να παραχθεί ενδιαφέρουσα τέχνη. Για αυτό και ο Στάλιν –ο οποίος διέθετε περιέργως οξύ λογοτεχνικό κριτήριο- σημείωσε όταν διάβασε το αριστούργημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ “Μετρ και Μαργαρίτα”: “Σπουδαίο βιβλίο. Να μην εκδοθεί ποτέ”.

Η κρατική υποστήριξη στον πολιτισμό οφείλει να είναι εντελώς απρόσωπη, ουδέτερη, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς και προσωπικές προτιμήσεις των κυβερνώντων. Τα φεστιβάλ, οι πολιτιστικοί οργανισμοί, τα μουσεία να αυτοδιοικούνται. Κανείς υπουργός πολιτισμού να μην δικαιούται να εκφράζει γνώμη –πόσω δε μάλλον να επιλέγει- τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ή του Φεστιβάλ Αθηνών.

Ο κύριος Αριστείδης Μπαλτάς ξεσήκωσε θύελλα με την υπόθεση Γιαν Φαμπρ. Φαντάζεστε ο κύριος Τσίπρας να τον αντικαθιστούσε σε προσεχή ανασχηματισμό με τον Πάνο Καμμένο; Πόσοι άραγε επιχορηγούμενοι καλλιτέχνες δεν θα επαινούσαν την στροφή της κυβέρνησης προς την “ανόθευτη, πηγαία λαϊκότητα”;

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 
capital.gr