Ο καλός λαϊκισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου…

Γιάννης Παπαδόπουλος   Σε μια ιδιαίτερης σημασίας ψηφοφορία, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο πέρασε στις 12 Μαΐου ένα μη νομοθετικό ψήφισμα, με το οποίο αρνήθηκε να χορηγήσει καθεστώς οικονομίας της αγοράς στην Κίνα. Με το ψήφισμα αυτό, το Κοινοβούλιο επιδιώκει να ασκήσει πίεση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διότι μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου 2016 θα πρέπει να αποφασιστεί πώς θα αντιμετωπίζει από εδώ και πέρα η ΕΕ την Κίνα στις εμπορικές της συμφωνίες και η Επιτροπή αναμένεται να υποβάλει σύντομα σχετική νομοθετική πρόταση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όταν η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, θεωρείτο ακόμα μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και οι όροι της προσχώρησής της επέβαλαν στη χώρα ένα καθεστώς μη αναγνώρισης λειτουργούσας οικονομίας της αγοράς για δεκαπέντε χρόνια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για όλο αυτό το χρονικό διάστημα από το 2001 ως το 2016 το επίπεδο των τιμών των κινέζικων προϊόντων στις διεθνείς αγορές δεν αντανακλούσε το επίπεδο του ανταγωνισμού σε μια ελεύθερη αγορά, αλλά ήταν αφύσικα χαμηλό λόγω των κρυφών κρατικών ενισχύσεων που δέχονται οι Κινέζοι παραγωγοί από το κράτος ή δημόσιους οργανισμούς. Στα πλαίσια του ΠΟΕ, η μη αποδοχή καθεστώτος οικονομίας της αγοράς έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα ενεργοποίησης ορισμένων εργαλείων προστασίας των συμφερόντων των εγχώριων παραγωγών – εν προκειμένω Ευρωπαίων παραγωγών π.χ. ατσαλιού – απέναντι σε πρακτικές dumping εκ μέρους των Κινέζων, δηλαδή επιθετικής απόσπασης μεριδίων αγοράς μέσω των εξαιρετικά χαμηλών τιμών καταναλωτή που αυτοί προσφέρουν και που βγάζουν εκτός αγοράς τα ακριβότερα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Με άλλα λόγια, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η Κίνα είχε τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό: και επωφελείτο σημαντικά από το άνοιγμα των διεθνών αγορών στους εξαγωγείς της, που έφερε η ένταξή της στον ΠΟΕ, και μπορούσε να συνεχίζει ανενόχλητη να διατηρεί συγκεντρωτικές δομές στην οικονομία της, με μια ξεκάθαρη στρατηγική επιθετικής τόνωσης των εξαγωγών της μέσω κρατικών επιχορηγήσεων των βιομηχανικών της πρωταθλητών για την τεχνητή διατήρηση των τιμών της σε χαμηλά επίπεδα και την απόσπαση, με αυτόν τον τρόπο, αυξανόμενων μεριδίων αγοράς μέσω εξαγορών και άμεσων ξένων επενδύσεων στις χώρες της ΕΕ. Όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πλεόνασμα παραγωγικής ικανότητας της Κίνας, που δημιουργήθηκε με φτηνό κρατικό χρήμα, έβρισκε διέξοδο στη Δύση και ειδικότερα στην πιο ανοιχτή και φιλική Ευρώπη, καταστρέφοντας έτσι παραδοσιακούς βιομηχανικούς τομείς όπως η ευρωπαϊκή χαλυβουργία. Παρ’ όλα αυτά, η μη χορήγηση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς στην Κίνα επέτρεπε στην ΕΕ να ενεργοποιεί ορισμένα εργαλεία υπεράσπισης του εμπορίου της μέσω καταγγελιών στον ΠΟΕ περιπτώσεων κρυφών κρατικών ενισχύσεων των Κινέζων.
Τώρα έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Αν, στο τέλος του έτους η Κίνα λάβει καθεστώς οικονομίας της αγοράς από την ΕΕ – σημειωτέον ότι οι ΗΠΑ δεν της το έχουν χορηγήσει επειδή έχουν αυξημένη αίσθηση προστατευτισμού των στρατηγικών τους οικονομικών συμφερόντων –, τότε ακόμα και αυτά τα σχετικά περιορισμένα εργαλεία προστασίας των Ευρωπαίων παραγωγών απέναντι στο dumping των κινεζικών εξαγωγέων θα εκλείψουν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατάφερε να πιάσει τον παλμό της εποχής και να εκφράσει ικανοποιητικά μια ευρύτατη διακομματική και διαταξική ευρωπαϊκή συμμαχία, η οποία επιθυμεί να αμυνθεί η Ευρώπη απέναντι στο δογματισμό του «laissez-faire laissez-passer» (δηλαδή του υπερφιλελευθερισμού του «αφήστε να παράγονται εμπορεύματα και να περνάνε ελεύθερα τα σύνορα»). Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει δώσει απτά δείγματα τέτοιας συνειδητοποίησης στην ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών, τουλάχιστον στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, παρόλο που ο ρόλος της είναι ακριβώς αυτός: η προστασία του ευρωπαϊκού συλλογικού συμφέροντος. Εν κατακλείδι, το Κοινοβούλιο φαίνεται να διαθέτει ακόμα μια λαϊκιστική – με τη γνήσια, αμερικανική έννοια του όρου – προσκόλληση στα συμφέροντα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των Ευρωπαίων εργαζομένων, αντί για μια δογματική, τεχνοκρατική προσκόλληση σε ψυχρούς αριθμούς, που δείχνουν πάντα, για ιδεολογικούς καθαρά λόγους, μια επερχόμενη αύξηση της ευημερίας από το άκριτο περαιτέρω άνοιγμα της δικής μας εσωτερικής αγοράς σε παίκτες που δεν παίζουν με τους ίδιους κανόνες με εμάς.  makthes.gr