Η κατάθεση του Αδριανού…

Πάνος Θεοδωρίδης

Λέγομαι Αδριανός και η κατάθεσή μου είναι αληθής, και την υπογράφω.
Στην επαρχία της Ιουδαίας βρέθηκα επειδή το αφεντικό μου, ο Κορνήλιος Πείσων, ο λεγόμενος «Ράθυμος» είχε προετοιμάσει ένα ταξίδι γνωριμίας και διερεύνησης επιχειρηματικών ευκαιριών στα παλαιά λιμάνια Φοινίκων, Περσών και Αντιοχέων, που γνώριζαν μεγάλην άνθιση μετά την ρωμαϊκή μεταπολίτευση.
Η κυβαία του ήταν έτοιμη στον Άντιον, δείγματα εμπορευμάτων είχαν συσκευαστεί και τιμολογηθεί, το πλήρωμα έτοιμο και με συμβόλαια, απέμενε τον Πείσωνα να επιβιβαστεί και να κινήσει στον Λεβάντε.
Πλην, την πρωία που έπρεπε να μεταβεί έφιππος στην αποστολή του, ήταν βαρυκάρηνος επειδή δοκίμασε οίνον από βαρέλια που μόλις είχαν φτάσει από τους αμπελώνες των επαρχιών της Τρανσαλπίνας, καθώς υπήρχε πρόγραμμα συνετισμού των Γαλατών μέσω καλλιεργειών χαμηλού τεχνολογικού κόστους, για να μη ξεσηκωθούν στον αιώνα τον άπαντα.
Ωμό, λιγδερό κρασάκι, ξινούτσικο και με μπόλικο αίμα ταύρου, για να λάμπει βαθυκόκκινο, με μέλι από την  Ραιτία σε ποσοστό 6%, ώστε να πίνεται.
Για τους πληβείους που έπιναν ακόμη και νερό όταν διψούσαν, ήταν μια χαρά επένδυση.
Αλλά ο Ράθυμος, πήγε να δειγματίσει, και δοκίμασε όλα τα βαρέλια και την μετάγγισή τους σε διώτους αμφορείς.
Βλέπετε, ο οίκος μας έκρυβε πως ακολουθούσαμε νέες τεχνικές στην οινομεταφορά, επειδή τα πλήθη δεν ανέχονται την νέα Εποχή. Γι΄αυτό και τα γαλατικά αποπλύματα, στις αγορές μας ,είχαν το όνομα «Θάσιος και Φλεγραίος οίνος»
Πήγα να τον αποχαιρετίσω και έπλεχε μέσα στα εμετά του, πράσινοκίτρινος με χαλασμένο στομάχι. Μου ανέθεσε την εν Ιουδαία αποστολή και βρέθηκα,μετά μηνός ταξίδι, στην χώρα των ευκαιριών.
Κατά καιρούς, χάρη στον Οίκο του Πείσωνος και την γνωστή του αδυναμία να μετατρέπεται σε εραστή της Οινοφλυγίας, ταξίδεψα σε πολλές επαρχίες και δήθεν αυτόνομες πόλεις της Αυτοκρατορίας.
Πούλησα τροχούς αγγειοπλαστικής στην Χιμπέρνια και πήρα λίτρες καθαρού χαλκού, αντάλλαξα γυναίκες εκ Λιβύης με λαμπρές λευκές γούνες αγριμιών της Θούλης, τσακώθηκα κατά τα έθιμα των Χερσωνιτών για δεκαπέντε χιλιάδες μεδίμνους πυρρού σίτου αρίστης ποιότητος, αν θα έφταναν στην Ρώμη Cifum η Fobum,αλλά εις την Ιουδαία έπαθα dnplakam.
Από την Ασκαλώνα έως τα προάστεια της Παλμύρας και από την νήσον Άραδον έως τους Ναββαταίους, άλλα τα ήθη, παράξενοι αθρώποι, διαπραγματεύσεις πανημέριες, άφαγος και άποτος, ώσπου να καταλήξουμε σε αστείες ποσότητες, υπο πρωτοφανή διασυρμό πάσης εμπορικής δικαιοπραξίας.
Επισκέφθηκα τον Πιλάτον, που με καθησύχασε. Το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ευρύτερης περιφέρειας ήταν σε πληρη εξέλιξη. Χτιζόταν  εκ βάθρων η Καισάρεια, με τοπικούς τεχνίτες, η δύναμις των εντοπίων βασιλέων και αρχόντων ήτο περιορισμένη πλην τα ιερατεία και οι προλήψεις εδέσμευαν κάθε οδόν ή πάροδον προς την Παγκόσμιο Αλλαγή.
Μου πρότεινε να ακολουθήσω τους κεφαλαιοκράτες και τους καταναλωτές,οι οποίοι ξόδευαν τον χρόνο τους ακούοντες Μεσσίες και Σωτήρες, έρμαια των εθνικοαπελευθερωτικών τους  κινημάτων.
Ματαιοπονούσα χάνοντας τον καιρό μου στα Επιμελητήρια και στις Συντεχνίες.
Και που θα τους έβρισκα; Σε ποταμούς, παραποτάμους,σε δεξαμενές και σε μία λύσσα στο αλάτι θάλασσα, που οι φήμες ήθελαν τους περιπατητές να βαδίζουν επι των υδάτων της. Εκεί εβαπίζοντο, από δεκάδες προπαγανδιστές της Πίστεώς των, υπό ιλλιγγιώδεις παραλλαγές.
Οι περισσότεροι ελέγοντο Σίμων, Ιωάννης η Ιούδας. Ανάμεσα στους βαπτισθέντες ήταν και πάμπλουτοι έμποροι. Εκείνους έπρεπε να αναζητήσω.
Βρέθηκα σε αλλόκοτους τόπους. Άνευ υποδομών.
Πλήθη στις όχθες, που κάθε τόσο έβγαζαν ιαχές «θαύμα! Θαύμα» ενώ άλλα πλήθη εκέκραζαν «Μούφα! Μούφα!». Διεδίδετο ανάστασις νεκρών, ότι τους παρείχαν άρτο και ψάρια εκ του πουθενός,ότι τυφλοί ανέβλεπαν, τέτοια, πολλά, από τα οποία ήξερα τις τεχνικές από τα fora της Ρώμης.
Ομολογώ πως οι δουλειές μου πήγαιναν καλά και ανάμεσα στα πλήθη οι εύποροι υπέγραφαν άνετα και αβλεπί συμβόλαια μαζί μου.
Την Τρίτη ημέρα των αναζητήσεών μου, σηκώθηκε πάταγος κραυγών από μια ρηχή όχθη του Ιορδάνη,πάλι σε βάπτιση. Πλην πνεύμα εν είδει περιστεράς, εκτόξευσε ακτίνα παραμυθίας και συγγνώμης, λευκή και παλλομένη, και το φως της έμεινεν επί τι διάστημα, τυχαίως, εις την κεφαλήν μου.
Κι εκεί που μιλούσα με έναν πελάτη δια ερμηνέως, ασκών τα άριστα λατινικά μου,εξαίφνης κατενόησα την γλώσσαν του και άρχισα να την λαλώ.
Ο έμπορος με καταλάβαινε πλήρως. Τον ρώτησα αν όντως με καταλαβαίνει και μου απάντησε πως το πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου το λόγου το ασφαλές.
Την παρούσα κατάθεση έδωσα εγγράφως εν Ρώμη, εξηγών διατί δεν  στέργω να στεφανώνω τας προτομάς του αυτοκράτορος.
Δηλώ ότι την αλήθειαν κατέγραψα και αφίεμαι εις την ετυμηγορίαν των δικαστών μου.