Η κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας για την Ελευθερία: Δημόσιες υπηρεσίες στην Αθήνα…

του Roderick T. Long*… Πως παρέχονταν οι αστυνομικές, δικαστικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες στην αρχαία Αθήνα;

Η αρχαία Αθήνα, όπως και οι περισσότερες πολιτικές κοινότητες τότε και τώρα, χρηματοδοτούσαν τις δημόσιες υπηρεσίες κυρίως μέσω ενός συνδυασμού φορολογίας και υποχρεωτικής εργασίας ( το τελευταίο κινούνταν από στρατιωτική επιστράτευση για εργασία ως προς τους «ελεύθερους» μέχρι απόλυτη σκλαβιά ως προς τους «ανελεύθερους σκλάβους»). Τέτοιες υπηρεσίες συνήθως χρηματοδοτούνταν από δημόσιες εισφορές για την τέχνη∙ για παράδειγμα, οι πλούσιοι πολίτες κάθε χρόνο θα επελέγοντο από το κράτος για «την τιμή» της χρηματοδότησης κωμωδιών ή τραγωδιών στο θέατρο την περίοδο των δημόσιων εκδηλώσεων.

Παραλ’ αυτά, πολύ από το βάρος της Αθηναϊκής φορολογίας έπεφτε όχι στις πλάτες των πολιτών αλλά στις όπως ονομάζονταν «συμμαχικές» πόλεις-κράτη, δηλαδή σε μία συμμαχία που είχε σημείο εκκίνησης τον ΕλληνοΠερσικό Πόλεμο ως μία αμυντική συμμαχία μεταξύ ίσων, την συμμαχία της Δήλου, η οποία όμως είχε τελικά μετατραπεί σε μία ναυτική αυτοκρατορία που κυριαρχείτο από την Αθήνα.

Τα μέσα με τα οποία αυτή η αλλαγή συνέβη είναι διδακτικά: τα μέλη της Συμμαχίας αρχικά είχαν την επιλογή της συνεισφοράς είτε χρημάτων είτε πλοίων πολεμικών στην Συμμαχία. Τα περισσότερα μέλη (πόλεις-κράτη) το βρήκαν βολικό να συνεισφέρουν χρήματα. Οι Αθηναίοι αντιθέτως, συνήθιζαν με ευκολία να συνεισφέρουν πολεμικά πλοία, και επίσης μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας από την Δήλο (όπου ήταν η έδρα της Συμμαχίας, εξ’ ού και το όνομα) στην Αθήνα. Συνεπώς, οι σύμμαχοι γρήγορα ανακάλυψαν ότι ο συμμαχικός στόλος αποτελείτο κυρίως από Αθηναϊκά πολεμικά κάτω από Αθηναϊκή διοίκηση, και οι δικές τους εισφορές ήταν απλώς προσφορά που πλήρωναν για την Αθηναϊκή ηγεμονία.

Βέβαια, ο σημαντικός αριθμός από αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε «δημόσιες υπηρεσίες» στην Αθήνα τότε παρέχονταν ιδιωτικά ή εθελοντικά και όχι με κυβερνητική εντολή. Αυτό είναι αλήθεια σε ένα μεγάλο βαθμό, ειδικά αυτών των υπηρεσιών που οι «φιλελεύθεροι» θεωρούν συνήθως ότι αποτελούσαν καίρια παροχή του κράτους με μονοπωλιακό τρόπο: αστυνομία και δικαστήρια.

Εκτός από ένα σύνολο κρατικών σκλάβων επιφορτισμένων με την ευθύνης της διατήρησης της τάξης στις δημόσιες συγκεντρώσεις (και σε περίπτωση ανάγκης, την αναγκαστική συλλογή των πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου ώστε να διασφαλιστεί η απαρτία της συνέλευσης), η Αθήνα δεν είχε αστυνομική δύναμη. (Το ίδιο ήταν αλήθεια και για πολλές αρχαίες κοινότητες, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όχι και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βέβαια.) Στην Αθήνα, η εξιχνίαση των εγκλημάτων ήταν μια εργασία με την οποία επιφορτίζονταν οι ίδιοι οι πολίτες, ως μία εργασία υπεράσπισης στην δίκη. Δεδομένης λοιπόν, της ελλείψεως της Αθήνας μονοπωλιακής αστυνομικής δύναμης, είναι αμφισβητήσιμο αν θα μπορούσε να θεωρηθεί κράτος με τους συνήθεις ορισμούς.

Τα δικαστήρια ήταν δημοσίως χρηματοδοτούμενα, αλλά το κράτος απείχε από πολλές κύριες πλευρές της δικαστικής διαδικασίας. Για παράδειγμα, η Αθήνα δεν είχε δημόσιο κατήγορο ούτε ποινικό νόμο∙ αν κατηγορούσες τον γείτονα σου για να ένα έγκλημα, ήταν δική σου δουλειά να ασκήσεις δίωξη εναντίον του. Και τούτο δεν σήμαινε πως θα πλήρωνες έναν δικηγόρο να σε εκπροσωπήσει∙ οι νομικοί θα μπορούσαν επ’ αμοιβής να σε βοηθήσουν να προετοιμάσεις την υπόθεση, αλλά η πραγματική παρουσίαση θα γινόταν από τον κατήγορο προσωπικά. (το ίδιο ισχύει και για τον κατηγορούμενο)

Ο Αθηναϊκός νόμος είχε και μία διάκριση επιπλέον, όπως και σήμερα μεταξύ πολιτικών και ποινικών δικαιοδοσιών. Έτσι υφίσταντο επιδικάσεις προσβολών μεταξύ ιδιωτών και προσβολών μεταξύ ιδιωτών και της κοινότητας ως σύνολο, μόνο που στην τελευταία περίπτωση, αυτές οι αγωγές μεταχειρίζονταν με ιδιαίτερη προσοχή και ήταν δυνατόν να ασκηθούν από οιονδήποτε ιδιώτη και όχι μόνο από έναν δημόσιο υπάλληλο. Γι αυτό και κάθε δίκη έπρεπε να ξεκινήσει ως απάντηση παραπόνων και αιτιάσεων των πολιτών, και όχι ως μπελάς ενός γραφειοκράτη.

Το Αθηναϊκό δικανικό σύστημα είχε μια απέχθεια για τους δικηγόρους στην δικαστική διαδικασία που μάλλον εκπηγάζει από την ίδια πηγή όπως και η πίστη της κοινότητας στην άμεση και όχι στην έμμεση δημοκρατία: η καχυποψία απέναντι στην εκπροσώπηση ως τέτοια, και απέναντι στους αντιπροσώπους γενικότερα υπήρχε από την αρχή διαμορφώσεως του συστήματος αυτού. Ιδίως, η απουσία τόσο δικηγόρων στο δικαστήριο, όσο και εκλεγμένων αντιπροσώπων στην Συνέλευση του Λαού ενίσχυσε την ανάπτυξη μεταξύ των πολιτών της ικανότητας επιχειρηματολογίας, και έτσι βοήθησε στην υιοθέτηση μιας κουλτούρας λογικών δημόσιων ισχυρισμών και επιχειρημάτων που πυροδότησε την τεράστια ανάπτυξη της Φιλοσοφίας.

Τα Αθηναϊκά δικαστήρια δεν είχε επίσης Δικαστές∙ κανείς λειτουργός δεν είχε αρμοδιότητα απόρριψης δυνητικών ενόρκων, να καθορίζει τι αποδεικτικά μέσα θα γίνονταν δεκτά ή να τους εξουσιάζει ως προς συγκεκριμένες εξηγήσεις του νόμου.

Στο άρθρο του πάνω στην «Δίκη από Σώμα Ενόρκων», τον 19ο αιώνα ο νομικός θεωρητικός Lysander Spooner υπεστήριξε ότι τέτοιες δικαστικές εξουσίες ήταν σε κάθε περίπτωση αντίθετες με την κατάλληλη λειτουργία μια δίκης από ενόρκους. Ένας ένορκος, εξήγησε ο Spooner, υποτίθεται πως αποτελεί μία «δίκαιη επιτομή της χώρας γενικά, και όχι του κόμματος ή της φατρίας που στηρίζει τα μέτρα της κυβέρνησης». Εν ολίγοις, μία δίκη από ενόρκους θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν «μία δίκη από τη χώρα», που σημαίνει ότι ένας πραγματικός εκπρόσωπος ενόρκων μπορεί να θεωρηθεί ότι « δεν θα συμφωνήσει σε καμία καταδίκη, εκτός από τις περιπτώσεις που ουσιαστικά ολόκληρη η χώρα θα συμφωνούσε, αν ήταν παρών». Αλλά αυτό απαιτεί ότι « ουσιαστικά όλη η γκάμα απόψεων, που κυριαρχεί μεταξύ των ανθρώπων, θα παρουσιαζόταν στο σώμα των ενόρκων∙ και ειδικά και οι πολέμιοι της κυβέρνησης και οι φίλοι αυτής θα παρουσιάζονταν εκεί σε αγαστή συνεισφορά». Έτσι η δίκη δεν θα ήταν καθόλου από μία χώρα, αλλά δίκη από μία κυβέρνηση, αν η κυβένρηση μπορούσε είτε να ορίσει ποιοι θα μπορούσαν και ποιοι όχι να είναι ένορκοι, ή αν μπορούσε να εξουσιάσει πάνω στο σώμα των ενόρκων τα πάντα , ή ακόμα και τον νόμο που θα κρίνει την υπόθεση ή τα δεκτικά αποδείξεως αποδεικτικά τεκμήρια. Επομένως, «αν η κυβέρνηση μπορούσε να αποφασίσει ποιος μπορεί και ποιος όχι, να είναι ένορκος, θα προτιμούσε φυσικά μόνο τους κομματικούς ή τους φιλικά διακείμενους στα μέτρα της».

Ενδοιασμοί σχετικά με την ικανότητα του κράτους να ελέγξει την αυτή ποιότητα των ενόρκων είναι υπερβολικά πιεστικοί σήμερα, δεδομένων των τελευταίων μελετών που δείχνουν ότι σε πολλά Αμερικανικά δικαστήρια, οι κατήγοροι απορρίπτουν τους έγχρωμους ενόρκους τρείς φορές περισσότερο σε σχέση με τους λευκούς, ειδικά σε περιπτώσεις θανατικών ποινών (όπου οι έγχρωμοι ένορκοι θεωρούνται πιο απρόθυμοι από ό, τι οι άλλοι αν επιβάλουν την εξαιρετική θανατική ποινή ως τιμωρία).

Οι Αθηναίοι δημοκράτες θα είχαν συμφωνήσει απόλυτα με τα επιχειρήματα του Spoonerενάντια στην δυνατότητα της κυβέρνησης να ορίζει κυβερνητικούς δικαστές ή κυβερνητικούς κατηγόρους ή να απορρίπτει δυνητικούς ενόρκους με στόχο να εξασφαλίσει μία συγκεκριμένη ετυμηγορία ή ποινή. Επιπλέον, το μεγάλο μέγεθος των Αθηναίων ενόρκων (τυπικά 201 ή 501, αλλά και σε μερικές περιπτώσεις 1001 ή ακόμα περισσότεροι) έκανε επίσης τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα πιο συγκεκριμένο αφήνοντας λιγότερες δυνατότητες νόθευσης από ό, τι το δωδεκαμελές σώμα ενόρκων που ο Spoonerφανταζόταν.

Σε όλες τις περιπτώσεις, οι πολίτες ενθαρρύνονταν να κάνουν χρήση διαιτησίας πριν καταλήξουν στα δικαστήρια. Υπήρχαν δύο είδη διαιτησίας, η δημόσια και η ιδιωτική. Όπως έχω γράφει και αλλού:

Στην ιδιωτική διαιτησία τα δύο μέρη της διαφωνίας θα διάλεγαν αμοιβαία βάσει συμφωνίας ένα τρίτο πρόσωπο ή πρόσωπα να αποφασίσουν για την υπόθεση∙ τα αποτελέσματα της ιδιωτικής διαιτησίας ήταν αναγνωρισμένα στον νόμο ως δεσμευτικά και τελικά, χωρίς να επιτρέπεται έφεση (εκτός αν υπήρχε παρανομία από τη μεριά του διαιτητή). Εναλλακτικά, τα αντιτιθέμενα μέρη θα μπορούσαν να φέρουν την διαφωνία τους σε έναν δημόσιο διαιτητή. (Ο πίνακας των δημόσιων διαιτητών αποτελείτο από όλους του άνδρες πολίτες που ήσαν 60 ετών). Επειδή οι διαφωνούντες δεν είχαν επιλογή σχετικά με ποιόν διαιτητή θα ανέθετε η πολιτεία σε αυτούς, και μπορεί να κατέληγαν με κάποιον άχρηστο, ήταν ασφαλώς δίκαιοι στην περίπτωση της δημόσιας διαιτησίας (αντίθετα με την ιδιωτική διαιτησία) να επιτρέπεται έφεση επί της απόφασης τους Διαιτητή στο Δικαστήριο Ενόρκων. Η επιλογή μεταξύ ιδιωτικών διαιτητών και Ενόρκων Δικαστηρίων εισήγαγε έναν ωφέλιμο ανταγωνισμό στον Αθηναϊκό δικαστικό σύστημα.

Άλλη μια πλευρά της ζωής, όπου η Αθήνας επέτρεψε την ιδιωτική, εθελοντική επιλογή ήταν η εκπαίδευση. Αντίθετα με την Αθήνα, η Σπάρτη διατηρούσε ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά και των δύο φύλων υπόκειντο σε ένα κρατικό επιβεβλημένο πρόγραμμα εκπαίδευσης από την ηλικία των 7 και έπειτα. Στην Αθήνα, αφηνόταν στους γονείς να τακτοποιήσουν τα σχετικά με την εκπαίδευση των παιδιών τους- σε μεγάλη απογοήτευση των φιλοσόφων της σχολής του Πλάτωνα βέβαια, που ζητούσαν τον κρατικό έλεγχο της εκπαίδευσης. Παρολ’ αυτά, ελάχιστοι τα εναντιώνονταν ότι η Αθήνα, το πνευματικό κέντρο της Ελλάδας, ήταν κατώτερη εκπαιδευτικά εν συγκρίσει με τις εχθρικές της πόλεις.

Η ανώτατη εκπαίδευση στην Αθήνα ήταν πρωτοποριακή λόγω των «σοφιστών»- ένας όρος που έχει αρνητική χροιά σήμερα (γενικά εξαιτίας των εχθρικών κριτικών όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας) αλλά με στενή έννοια απλώς αναφέρετο σε κάθε επαγγελματία δάσκαλο ενηλίκων. Τέτοια μαθήματα περιελάμβαναν συμβουλές δημόσιου λόγου και επιχειρηματολογία για την Εκκλησία τους Δήμου και τα δικαστήρια, όπως επίσης και συμβουλές αυτοβελτίωσης, με παράλληλη εξάσκηση σε θέματα από μαθηματικά μέχρι φυσική, ηθική φιλοσοφία και γλωσσολογία. Πολλοί «σοφιστές» ήταν ξένοι, που επέλεγαν την Αθήνα λόγω της σχετικής πνευματικής ελευθερίας που προσέφερε.

Ενώ οι σοφιστές χρέωναν τα μαθήματα τους, οι πλούσιοι αρχηγοί οίκων διοργάνωναν εκδηλώσεις όπου οι καλεσμένοι μπορούσαν να ακούσουν ομιλίες σοφιστών και λογομαχίες, χωρίς χρέωση. (Μία τέτοια εκδήλωση περιγράφεται και στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας). Και ο Σωκράτης, φυσικά (που δεν θεωρούσε τον εαυτό του σοφιστή- αν και κατακρίνεται από την κωμωδία του Αριστοφάνη «Νεφέλαι» ως τέτοιος, με αποτέλεσμα να μην συμφωνούν όλοι) γενικά παρείχε τις εκπαιδευτικές του υπηρεσίες χωρίς χρέωση. Συνεπώς, η ιδιωτική παροχή ανώτατης εκπαίδευσης έπαιρνε τόσο κερδοσκοπική μορφή όσο και φιλανθρωπική, αλλά σε κάθε περίπτωση χωρίς κρατική παρέμβαση.

Στην εκπαίδευση, όσο και στα νομικά, οι Αθηναίοι στηρίζονταν αρκετά- και γενικά επιτυχώς- στον ιδιωτικό τομέα για υπηρεσίες που σήμερα είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε ένθερμα πως απαιτείται κρατική παρέμβαση.

*Ο Roderick T. Long είναι (μεταξύ άλλων) Καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, Πρόεδρος του MolinariInstitute, εκδότης των TheIndustrialRadical και MolinariReview, ενώ έχει διδάξει στα πανεπιστήμια Βόρειας Καρολίνας, Τσάπελ Χίλ, Μίσιγκαν.
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης – syntiritikoi.gr