Κράτος δικαίου και δικαιώματα του πολίτη…

Δημήτρης Δημητράκος, 27/08/2000… Τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου έχει έρθει πάλι στο προσκήνιο. Στην πολιτική θεωρία πραγματική επανάσταση αποτέλεσε η δημοσίευση του μεγάλου έργου του John Rawls το 1972 στην Αμερική πάνω στη δικαιοσύνη, που πραγματικά έδωσε νέα πνοή στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία. Ακολούθησαν οι μελέτες του Robert Nozick (1974) και του Ronald Dworkin (1977) με επίκεντρο τα δικαιώματα του ατόμου και του πολίτη και αργότερα (1985) το έργο του Robert Tuck στην Αγγλία πάνω στα φυσικά δικαιώματα. Ανάλογη στροφή του θεωρητικού ενδιαφέροντος παρατηρείται και στη Γαλλία με τις μελέτες των Alain Renault και Luc Ferry (1985), καθώς και του Marcel Gauchet (1989), στη Γερμανία με το έργο του Jürgen Habermas (1989) και στην Ιταλία με το σχετικό βιβλίο του Norberto Bobbio (1990).

Αυτή η έξαρση της ενασχόλησης με τα δικαιώματα στην πολιτική θεωρία έχει άμεση σχέση με την πολιτική πρακτική. Η υποχώρηση και αποδυνάμωση της μαρξιστικής ιδεολογίας πριν και ακόμη περισσότερο μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και η σύνδεση της δημοκρατικής αρχής με το άτομο και τις ελευθερίες του στη σύγχρονη, ανοιχτή κοινωνία τοποθετούν το πρόβλημα των δικαιωμάτων του ατόμου ­ ή το συναφές πρόβλημα των λεγομένων συλλογικών δικαιωμάτων μειονοτήτων ­ στο επίκεντρο του πολιτικού προβληματισμού σήμερα.

Από όποια αφετηριακή παραδοχή και αν ξεκινήσουμε αναφορικά προς τα δικαιώματα σήμερα, η έννοια παραπέμπει σε μια δίκαιη απαίτηση, η οποία απορρέει από έναν νόμιμο τίτλο που μας ανήκει και που μας επιτρέπει να προβούμε (ή να μην προβούμε) σε ορισμένες ενέργειες. Αυτά τα δικαιώματα σε μια σύγχρονη θεώρηση μπορούν να νοηθούν ως κοινωνικά ή «θετικά» και ως φυσικά ή «αρνητικά». Τα πρώτα αποτελούν δυνατότητες που προσφέρονται και αίρονται από το κράτος ανάλογα με τις διαθέσεις της εξουσιαστικής αρχής και τις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν. Αντίθετα, δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ατομική ιδιοκτησία είναι φυσικά, εφόσον είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη προσωπικότητα και αποτελούν τον ηθικό χώρο του ατόμου. Συγχρόνως τα δικαιώματα αυτά είναι αρνητικά με την έννοια ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να μην εμποδίσει στην άσκησή τους ­ και όχι να δώσει τα μέσα εξασφάλισης της τελευταίας.

Υπάρχουν βασικές ασυμμετρίες ανάμεσα στα αρνητικά και στα θετικά δικαιώματα. Κατά πρώτο λόγο τα αρνητικά δικαιώματα είναι καθολικά: όλα τα άτομα κέκτηνται δικαιωμάτων με την αρνητική έννοια, ενώ τα θετικά δικαιώματα συχνά αφορούν μεμονωμένες κοινωνικές κατηγορίες, επαγγελματικούς κλάδους, συντεχνίες κτλ. Κατά δεύτερο λόγο η άσκηση των αρνητικών δικαιωμάτων δεν έχει πρόσθετο κόστος για το κράτος που ενεργεί στο όνομα του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα, τα θετικά δικαιώματα συνεπάγονται κόστος ­ που συχνά είναι μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να αναλάβει το κράτος.

Βέβαια το κράτος στην εποχή μας είναι εγγυητής όχι μόνο αρνητικών, αλλά και θετικών δικαιωμάτων. Αν αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει ορισμένα οφέλη σε ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές κατηγορίες, αυτές οι παροχές, ακόμη και αν εκληφθούν ως «κεκτημένα δικαιώματα», δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπάρχουν εις βάρος των αρνητικών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν απόλυτο και αναφαίρετο χαρακτήρα.

Ενα «κεκτημένο δικαίωμα», όπως το δώρο Χριστουγέννων, ενδέχεται να μην πληρωθεί ή ακόμη και να καταργηθεί. Αυτό θα σήμαινε πιθανότατα το τέλος της κυβέρνησης που θα έπαιρνε μια τέτοια απόφαση. Αντίθετα, η κατάργηση ή συστηματική παραβίαση των αρνητικών δικαιωμάτων ασφαλώς σημαίνει το τέλος της δημοκρατίας, πράγμα σοβαρότερο.

Στην πράξη βέβαια η ανάγκη να διατηρηθεί το κράτος πρόνοιας σημαίνει συνεχή σύγκρουση με τα αρνητικά δικαιώματα και κυρίως της ατομικής ιδιοκτησίας, εφόσον οι αναδιανεμητικές παρεμβάσεις του κράτους υποχρεώνουν τον ιδιώτη να πληρώνει υπέρ τρίτων χωρίς τη θέλησή του. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αναγκαίο κόστος για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και αρμονίας ή και μια πολιτιστική επιταγή, στο αξιακό πλαίσιο του Δυτικού πολιτισμού, που σήμερα είναι καθολικά αποδεκτό.

Η τήρηση τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών δικαιωμάτων είναι αναγκαία για να λειτουργήσει το κράτος ως κράτος δικαίου. Αυτό σημαίνει ειδικότερα ότι σε ένα κράτος δικαίου ισχύουν ορισμένοι κανόνες μέσα σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο που αφορούν τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και στον πολίτη ώστε να εξασφαλίζεται κοινωνική ωφέλεια που να είναι μεγαλύτερη από το συνολικό κόστος που συνεπάγεται αυτή η σχέση.

Οι κανόνες αυτοί αφορούν τα θετικά, καθώς και τα αρνητικά δικαιώματα. Το κοινωνικό κράτος αναλαμβάνει το κόστος προστασίας ορισμένων ομάδων επειδή αυτό αποτελεί πολιτιστική επιταγή για την κοινωνία μας. Στην περίπτωση αυτή το κόστος που συνεπάγεται η κοινωνική πρόνοια λογίζεται ως μικρότερο της κοινωνικής ωφελιμότητας που θα έχει. Διαφέρει αυτή η αντίληψη ριζικά από την εφαρμογή του προστατευτισμού γενικότερα, που θα απέληγε σε ένα μοντέλο λειτουργίας της κοινωνίας υπό την προστασία ενός γιγαντιαίου κράτους πρόνοιας κατά το παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο.

Η έννοια του κόστους έχει μεγάλη σημασία σ’ αυτή τη συνάφεια διότι μας βοηθάει να δούμε μια άλλη ασυμμετρία ανάμεσα στα θετικά και στα αρνητικά δικαιώματα. Η υιοθέτηση της αρχής που αναγνωρίζει τα πρώτα ως προέχοντα των δευτέρων υποδηλώνει μια αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων ως «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος»: το όφελος του ενός είναι ίσο με τις απώλειες που υφίσταται ο άλλος. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τα αρνητικά δικαιώματα διότι αυτά είναι αμοιβαίως συμβιβάσιμα. Για παράδειγμα το δικαίωμα ενός ατόμου στην ελεύθερη έκφραση δεν συνεπάγεται τον περιορισμό στην ελεύθερη έκφραση οποιουδήποτε άλλου. Αντίθετα, το «θετικό δικαίωμα» που μπορεί να έχει σε δωρεάν συγκοινωνία συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για άλλους.

Τα αρνητικά αυτά δικαιώματα συνιστούν περιορισμούς στις δυνατότητες κρατικής παρέμβασης εφόσον οροθετούν την ατομική κυριαρχία του πολίτη. Το κράτος είναι κατά κύριο λόγο εγγυητής των αρνητικών και όχι των θετικών δικαιωμάτων. Αν το κράτος δεν εκπληρώσει ανειλημμένες υποχρεώσεις του σε σχέση με τα θετικά δικαιώματα, δεν προσβάλλει αναγκαία την ανθρώπινη προσωπικότητα. Το αντίθετο συμβαίνει αν δεν σεβαστεί τα αρνητικά δικαιώματα, πράγμα που νομιμοποιεί ακόμη και την εξέγερση εναντίον του, όπως δίδαξε ο John Locke ήδη από τον 17ο αιώνα.

Εδώ βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της η ιδέα ενός περιορισμένου κράτους και, για να ακριβολογούμε, η ιδέα ενός αυτοπεριοριζόμενου κράτους. Η κρατική εξουσία, όπως και κάθε άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας, συνδέεται με την ανάγκη να ελέγχει την εντροπία, η οποία απειλεί την κοινωνία με αταξία ή «ανομία» κατά την έννοια του Durkheim. Αυτό ισχύει διότι η ισορροπία την οποία προσπαθεί να διατηρήσει το κράτος κινδυνεύει διαρκώς από την ανισότητα ανάμεσα στους ισχυρούς και στους αδυνάτους σε μια κοινωνία. Το κράτος δικαίου είναι εκείνο που υποτάσσει τη δράση του σε κανόνες, όχι εκείνο που ενεργεί περιπτωσιακά και χωρίς σταθερά κριτήρια, για να επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία. Αυτοί οι κανόνες χρησιμεύουν ως αντίδοτο στην άγνοιά μας. Το αντίθετο συμβαίνει με τον ιακωβίνο-κρατιστή, που είναι πάντα κολεκτιβιστής και σχεδόν πάντα ολοκληρωτικός: διατηρεί τη δυνατότητα ad hoc παρεμβάσεων χωρίς όρια που θέτει η αναγνώριση ατομικών δικαιωμάτων θεωρώντας το κράτος δυνάμει παντογνώστη. Αναλαμβάνει συγχρόνως το καθήκον να αναμορφώσει την κοινωνία βασιζόμενος στην πληρότητα της εξουσίας που κατέχει, αλλά και της γνωστικής αυθεντίας, με την οποία υποτίθεται ότι είναι προικισμένος, και υπηρετώντας κάποιον τελικό σκοπό, τον οποίο αυθαίρετα προκηρύσσει ως υπέρτατο.

Μια σύγχρονη, ανοιχτή κοινωνία όμως δεν ταυτίζεται με κανέναν τέτοιο υπέρτατο σκοπό και δεν κλείνει το μέλλον μέσα σε ένα προκατασκευασμένο ιστορικό σχήμα και εμπιστεύεται ελεύθερα και αυτόνομα άτομα. Η θεσμική έκφραση αυτής τους της αυτονομίας είναι η ανεξαρτησία του καθενός, εγγύηση της οποίας είναι τα αρνητικά τους δικαιώματα σε συνδυασμό με μια πολιτική και πολιτιστική παράδοση εντός των οποίων αυτά είναι σεβαστά.

*Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
tovima.gr