Απόγευμα 15ης Ιουνίου 1994. Στα «breaking news» της τότε ανθούσας ιδιωτικής τηλεόρασης η είδηση κυριαρχεί. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι νεκρός.

Σε κάποιο δελτίο μάλιστα κυριαρχεί -με σχετική περηφάνια- το βίντεο με το σώμα του καλλιτέχνη να μεταφέρεται από το σπίτι του εντός του ασθενοφόρου.

Ο οπερατέρ δεν σεβάστηκε, ο αρχισυντάκτης δεν δίστασε.

Η νέα εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης έδινε το στίγμα της για το πώς επιθυμούσε να υπάρχει. Η προηγούμενη εποχή έδυε σιγά σιγά όσο ο Χατζηδάκις ανέπνεε ολοένα και πιο βαριά.

Ελάχιστοι αντέδρασαν. “Το μυστικό είναι να μην συνηθίζεις την ασχήμια” είχε πει κάποτε ο Χατζηδάκις.

Οι περισσότεροι την είχαν ήδη συνηθίσει.

Έτοιμοι να ξεχάσουν τον μουσικό ο οποίος σχεδόν προφητικά είχε σταθεί σε πολλά φλέγοντα ζητήματα που αντιμετώπιζε η κοινωνία. Ή άλλα που θα καλούνταν να αντιμετωπίσει.

Η “παραδημοσιογραφία” είναι κάτι σαν παρακρατική οργάνωση, αλλά δεν έχει σχέση με το κράτος. Αντίθετα πολλές φορές το πολεμάει.

Ανθεί σε περιόδους παρακμής και με την επιπόλαιη ανοχή της επισήμου δημοσιογραφίας. Κύριος σκοπός της είναι ο εκφοβισμός, υπηρετώντας σκοτεινά ή ευτελή συμφέροντα.

Οι σοβαροί δημοσιογράφοι γνωρίζουν την ύπαρξή της, την περιφρονούν, τη συνηθίζουν αλλά και δεν πιστεύουν στην κάποια, όποια σημασία της παρουσίας της. Η παραδημοσιογραφία όμως υπάρχει, λειτουργεί κι επιβάλλεται.

Ανεύθυνη και αντιπαθητική» είχε πει για αυτούς από το «σινάφι» μας που φρόντιζαν ήδη να κάνουν αισθητή την παρουσία τους .

Επιβιώναμε   μέσα και  παράλληλα με την οικονομική κρίση ζώντας ένα συνεχές κλίμα τρόμου καλλιεργούμενου σχεδόν αποκλειστικά από τα ΜΜΕ.

Σε αυτή τη μάχη με την ντόπια πνευματική ελίτ τα media είχαν κερδίσει καθαρά. Η κοινή γνώμη ήταν υποχείριό τους.

Δεν είναι βέβαια ελληνικό φαινόμενο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια του γιουγκλοσλαβικού εμφυλίου όλη η δυτική Ευρώπη παρασυρμένη από τα ΜΜΕ που εξέφραζαν την βούληση αυτών που προκάλεσαν τον πόλεμο είχε ταχθεί εναντίον των Σέρβων.

Αλλά ας γυρίσουμε στα δικά μας. Τα ελληνικά media, κυρίως οι τηλεοπτικοί σταθμοί από την πρώτη στιγμή είχαν τεθεί υπό τον απόλυτο και ασφυκτικό έλεγχο των οικογενειών εκείνων που όριζαν την οικονομική αλλά και πολιτική τύχη και πορεία της χώρας.

Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Όχι. Θα μπορούσε να εξελιχθεί διαφορετικά; Ναι.

Τα media πάντα λειτουργούσαν προπαγανδιστικά και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα αυτών που τα είχαν υπό τον έλεγχό τους.

Σήμερα πολλοί διαμαρτύρονται  για τη συμπεριφορά τους πριν και μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος.

Και δικαίως. Ο ρόλος των περισσότερων καναλιών είναι απροκάλυπτος και σίγουρα στερούμενος κάθε αντικειμενικότητας.

Κανείς μας όμως δεν στάθηκε δίπλα από ανθρώπους που διασύρθηκαν από τα media, θύματα μικροπολιτικών η και μεγαλύτερων παιχνιδιών.

Κανείς μας δεν αντιστάθηκε στα τηλεοπτικά στρατοδικεία των 8.

Εκεί όπου άνθρωποι λοιδορήθηκαν και καταστράφηκαν ηθικά και οικονομικά. “Χαλκεία αλαλάζοντα έστηναν υποθέσεις, τα media αβασάνιστα αναπαρήγαγαν και το “πόπολο” κατανάλωνε με ηδονή.

Δεν περιείχαν παρά ψήγματα αλήθειας, αλλά τι σημασία έχει.

Παρακολούθησα από κοντά δύο τέτοιες υποθέσεις. Μια την περίοδο του Χρηματιστηρίου και μια με την υπόθεση των ομολόγων.

Το ίδιο μοτίβο και στις δύο περιπτώσεις. Στιγματισμός και πίεση στο έπακρο όσο το θέμα ήταν ανοιχτό για εκμετάλλευση, παντελής απουσία όταν η δικαστική εξουσία επιχειρούσε την διελεύκανσή του.

Δύο υγιείς επιχειρήσεις καταστράφηκαν και κανένα μέσο -ηλεκτρονικό ή άλλο- δεν μπήκε στον κόπο να ενημερώσει το κοινό του για την εξέλιξη των υποθέσεων αυτών. Και προφανώς δεν είναι οι μόνες.

Αυτά είναι τα ΜΜΕ. Παρουσιάζουν με ευκολία τα πάσης φύσεως σόου του κάθε Φωτόπουλου (αλήθεια που χάθηκε αυτός;), δεν εξηγούν όμως τις επιπτώσεις τους.

Και δυστυχώς οι κυβερνώντες εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη που σήμερα αισθάνονται απειλητικά στραμμένη εναντίον τους. Και εάν πραγματικά επιθυμούν να πείσουν για το αγαθό των προθέσεών τους, ας το ξεκινήσουν με τα μέσα που έχουν υπό τον δικό τους πλήρη έλεγχο.

Αντί επιλόγου μια φράση ενός εικονολήπτη, όταν επιδευκνύοντας τις ανύπαρκτες γνώσεις μου τον ρώτησα εάν ο φακός της κάμεράς του είναι ευρυγώνιος και μου απάντησε χαμογελώντας “όχι, απλά παραμορφωτικός” και ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Θάνου Λιποβατς “Η ψυχοπαθολογία του πολιτικού”.

{…} Η εξουσία των δημοσιογράφων μπορεί να πάει πολύ μακριά, στον βαθμό που οι δημοσιογράφοι έχουν το χάρισμα του υπνωτιστή, τη γνώση τωναδυναμιών του κοινού: Ηδονοβλεψία, κουτσομπολιό, ξεδιαντροπιά, αδιακρισία, φθόνο, μίσος, άγχος κ.τ.λ. Η κινητοποίηση αντίθετα της γενναιοδωρίας καιτων καλών αισθημάτων (όταν αυτά είναι γνήσια) δεν «συμφέρει», γιατί δεν οδηγεί πολύ μακριά στην πολιτική· τα «καλά» αισθήματα δεν «οργανώνονται»,γιατί απαιτούν ατομική στράτευση, υπευθυνότητα και αυτοθυσία, πράγματα όλα τα οποία φοβούνται ως δύσκολα οι άνθρωποι.
Αντίθετα, η αποκάλυψη των «κακών» αισθημάτων οργανώνεται εύκολα, γιατί είναι το αποτέλεσμα της ψυχικής παλινδρόμησης της μάζας ή του κοινού. Έτσιαπελευθερώνεται η λανθάνουσα ορμή για καταστροφή· μπορεί κανείς πάντα να καταγγείλει ή να συκοφαντήσει κάποιον δημοσίως, με αποτέλεσμα να γίνει«δόλωμα» και αποδιοπομπαίος τράγος του κοινού, προκειμένου να συγκαλυφθούν άλλα, πραγματικά κακώς κείμενα του ίδιου του κοινού.
Η συκοφαντία είναι το συμβολικό στοιχείο της υπόθεσης· όλη η στρατηγική της εξουσίας και του μάρκετινγκ βασίζεται στη δυνατότητα εξαπάτησης τουκοινού, όχι με αφελή τρόπο (κουτοπόνηρο και χωριάτικο), αλλά με έμμεσο, λεπτό και υπολογισμένο τρόπο, με τη συμμετοχή και τη συνενοχή του κοινού. Ηυποβολή του κοινού είναι τέχνη· η ικανότητα του να προσελκύεις την προσοχή του μέσω «αποκαλύψεων», σκανδάλων, υπερβολών και επαναλήψεων.