Μία κοινωνία που επιλέγει την ήττα…

Έχουμε ηττηθεί ως κοινωνία; Νομίζω πως δεν έχουμε ξεκάθαρη και συλλογική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της ήττας έχει έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Πέρα όμως από το σκίσιμο των μνημονίων και τη νίκη ή την ήττα στις διαπραγματεύσεις –σχήμα έντονα οξύμωρο– υπάρχουν και άλλες ενδείξεις ότι μία κοινωνία έχει ηττηθεί, ακόμη και αν δεν θέλει να το δει και να το παραδεχτεί.

 

Στο περίφημο βιβλίο του, Το τέλος της χριστιανοσύνης, ο Malcolm Muggeridge καταλήγει στο συμπέρασμα πως «οι πολιτισμοί, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δημιουργία, μεγαλώνουν και μικραίνουν. Από την ίδια τη φύση δεν μπορεί να υπάρξει αέναης διάρκειας πολιτισμός όπως δεν μπορεί να υπάρξει μία παρατεταμένη άνοιξη ή παρατεταμένη περίοδος χαράς στην ιδιωτική μας ζωή ή παρατεταμένη σταθερότητα σε μία κοινωνία. Είναι στη φύση του ανθρώπου ότι δημιουργεί να φθείρεται και να καταστρέφεται και πρέπει να είναι έτσι. Ο κόσμος είναι γεμάτος από συντρίμμια παλιών πολιτισμών, ενώ άλλοι, την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε, δεν άφησαν πίσω τους ούτε συντρίμμια, απλώς εξαφανίστηκαν»[1].

Το συμπέρασμα του Muggeridge σε πρώτη ανάγνωση χαρακτηρίζεται από μία πεσιμιστική τελεολογία, μία αναφορά στον κύκλο των ανθρώπινων δημιουργημάτων που γεννιούνται για να φθαρούν, να καταστραφούν και να πεθάνουν, σε μερικές δε περιπτώσεις να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν πίσω τους ίχνη, σαν το μύθο του πολιτισμού της Ατλαντίδος. Αυτή η τελεολογία του κύκλου ζωής των πολιτισμών ή των άλλων ανθρώπινων δημιουργημάτων, της κοινωνίας που κατονομάζει ο συγγραφέας, ή άλλων που δεν κατονομάζει όπως οι πολιτικοί κύκλοι, βρίσκεται στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα εδώ και δύο δεκαετίες. Το περίφημο τέλος της Μεταπολίτευσης και του πολιτικού προσωπικού της, το οποίο εξαγγέλλεται εμμέσως ή αμέσως, από την περίοδο που έχει χαρακτηριστεί ως «βρώμικο ’89» και έπειτα με πολλούς τρόπους: ο εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη και η επανίδρυση του κράτους του Κώστα Καραμανλή ήταν πολιτικά προτάγματα που στόχευσαν στην αλλαγή του πολιτικού μοτίβου και της πολιτικής δομής. Πιο έντονα το τέλος της Μεταπολίτευσης βρέθηκε στη ρητορική του Γιώργου Παπανδρέου, ήδη από την ανάδειξή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2004, και τον οδήγησε στη νίκη των εκλογών του 2009.

Η ανάγκη αποφυγής της χρεοκοπίας, η δημοσιονομική προσαρμογή και η διατήρηση της χώρας στη ζωή μέσω των προγραμμάτων στήριξης, μεταρρυθμίσεων και περικοπών –τα περίφημα μνημόνια– έφεραν εντονότερα στη συζήτηση, όχι την ανάγκη για το τέλος του Μεταπολιτευτικού κύκλου, αλλά το τέλος του, τη χρεοκοπία του μαζί με τη χρεοκοπία του «παλιού» πολιτικού συστήματος και την ανάγκη βίαιης «πολιτικής» επιβολής του τέλους. Ουσιαστικά, μέσα από τους Αγανακτισμένους και διάφορους άλλους «απολίτικους» σχηματισμούς «διαμαρτυρίας» διατυπώθηκε ένα οργισμένο αίτημα για τη βίαιη αλλαγή της πολιτικής διαδικασίας, η οποία μας οδήγησε στην χρεοκοπία, μία αλλαγή χωρίς όμως συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα όπως είχαμε συνηθίσει ως τώρα, όχι μία αλλαγή της παραγωγής πολιτικής και αποτελεσμάτων, αλλά μία αλλαγή του ίδιου του πολιτικού συστήματος συνολικά- «του παλιού».

Σε αυτή την αφήγηση που έσπευσαν να οικειοποιηθούν και να αναπαράγουν οι πολιτικοί σχηματισμοί που πρωτοστάτησαν ή γεννήθηκαν μέσα από τον αντιμνημονιακό «αγώνα» βολεύτηκε η κοινωνία. Οι εσωτερικοί «εχθροί» –το παλιό πολιτικό σύστημα της διαπλοκής και της διαφθοράς– έγινε εθελόδουλο, προδοτικό και υπηρετικό των κελευσμάτων των «ξένων» και έτσι μία κοινωνία βρήκε εύκολα και γρήγορα την απάντηση στο πρόβλημά της: ανατροπή του μνημονίου και της παλιάς πολιτικής τάξης, αντίσταση διαρκείας στην προσπάθεια επιβολής των «ξένων» με οικονομικά μέσα. Η κοινωνία σε αντίσταση και επανάσταση διαρκείας, υπερήφανη, ακόμη και αν έχει ηττηθεί.

Έχουμε ηττηθεί ως κοινωνία; Νομίζω πως δεν έχουμε ξεκάθαρη και συλλογική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Άλλωστε, η ίδια η έννοια της ήττας έχει έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Πέρα όμως από το σκίσιμο των μνημονίων και τη νίκη ή την ήττα στις διαπραγματεύσεις –σχήμα έντονα οξύμωρο– υπάρχουν και άλλες ενδείξεις ότι μία κοινωνία έχει ηττηθεί, ακόμη και αν δεν θέλει να το δει και να το παραδεχτεί.

Μία κοινωνία έχει ηττηθεί όταν:

 

*Αρνείται να δει την ουσία του προβλήματος και την αιτία της ασθένειάς της και μένει στα συμπτώματα

*Αρνείται να συζητήσει με όρους λογικής και ερμηνεύει τα προβλήματα της πολιτικής με όρους συναισθήματος

*Κατασκευάζει εχθρούς για να μπορέσει να προσδιοριστεί αρνητικά έναντι αυτών

*Θεωρεί ότι υπάρχει εκεί έξω μία μαγική λύση που κάποια στιγμή θα εμφανιστεί και θα την επαναφέρει στην «κανονικότητα»

*Επενδύει στον διχαστικό λόγο

*Παραλύει κάθε παραγωγική και δημιουργική διαδικασία

*Βυθίζεται στην προσμονή της πληρότητας και των δικαίων που κάποια στιγμή θα ικανοποιηθούν

*Είναι κολλημένη στην ιδεοληψία του ιστορικού παρελθόντος

*Πιστεύει σε ήρωες και προδότες

*Έχει αποδεχτεί τη μοίρα της, γιατί δεν μπορεί να την ορίσει διαφορετικά και να παλέψει πραγματικά για να την αλλάξει…

 

Αυτές οι κοινωνίες δεν μπορούν να αλλάξουν, δεν μπορούν να δεχτούν τη θετική εκδοχή του συμπεράσματος του Muggeridge για την αναγέννηση μέσα από το τέλος. Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να αλλάξει και να μετασχηματιστεί, σε αυτή τη μορφή της πρέπει να «πεθάνει» για να ξαναγεννηθεί.

Μόνο που αυτό χρειάζεται συλλογικό και ατομικό θάρρος. Η διατήρηση στην εντατική με μία προσμονή κάποιας δικαίωσης και μαγικής επιστροφής στην κανονικότητα δεν είναι επιλογή με μέλλον. Το αντίθετο, μοιάζει με προσκόλληση στα ερείπια του παρελθόντος, τα οποία στην Ελλάδα συνηθίζουν να γυαλίζουν ως αναθέματα ένδοξων εποχών που δεν λένε να κατανοήσουμε πως ανήκουν στην ιστορία και στο μύθο.

 

 

Γράφτηκε από τον  Δημοσιεύθηκε στο Γνώμες web only


[1]Malcolm Muggeridge, The End of Christendom, 1980, William B. Eerdmans Publishing Company