Η αρχή έγινε με τον Bill de Blasio, τον πρώτο Δημοκρατικό δήμαρχο της Νέας Υόρκης, ο οποίος εξελέγη το 2013 με το απίθανο ποσοστό του 73% απέναντι στον Ρεπουμπλικανό του συνυποψήφιο. Το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα περιλάμβανε τη μαζική κατασκευή εργατικών κατοικιών για τα λαϊκά στρώματα, την αύξηση των κονδυλίων για τη δημόσια υγεία, την πρόνοια και την εκπαίδευση, ειδικά προγράμματα για την αντιμετώπιση της αστυνομικής βίας απέναντι στις έγχρωμες μειονότητες και την παύση της ποινικής δίωξης για την κατανάλωση μαριχουάνα.

Ακολούθησε ο 74χρονος γερουσιαστής του Βερμόντ Bernie Sanders, πιθανός Δημοκρατικός υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ανοιχτά ως «σοσιαλιστής» σε μια χώρα όπου αυτό μέχρι πρόσφατα θα έφερνε το άμεσο τέλος μιας πολιτικής καριέρας.
Ο Sanders δεν δέχεται δωρεές άνω των 40 δολαρίων, επιδιώκει να ρυθμίσει και να φορολογήσει τις επενδυτικές τράπεζες και τα hedge funds της Wall Street, προωθεί μια πραγματικά οικουμενική κάλυψη των δαπανών υγείας για όλους τους Αμερικανούς, θέλει να ανεβάσει δραστικά τον ομοσπονδιακό κατώτατο μισθό και να ενισχύσει τα εργατικά συνδικάτα.
Το αγγλοσαξωνικό τρίο συμπληρώνει ο άρτι αφιχθείς στο πολιτικό προσκήνιο Jeremy Corbyn, το 66χρονο αουτσάιντερ που εξελέγη με μεγάλη άνεση αρχηγός των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία παρά τις «ακραίες» απόψεις του: αντιμοναρχικός, κατά του ΝΑΤΟ και της στρατιωτικής επέμβασης των Βρετανών σε τρίτες χώρες, υπέρ της επανεθνικοποίησης των σιδηροδρόμων και του κρατικού ελέγχου στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
Ο δημόσιος λόγος του Πάπα Φραγκίσκου και η πολύ άνετη επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα στις ελληνικές εκλογές, παρά τις περιπέτειες της επτάμηνης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους της ευρωζώνης, αποτελούν εκφάνσεις αυτής της τάσης: η ριζοσπαστικοποίηση και η ταξικότητα της ψήφου δείχνουν να δυναμώνουν σε ολοένα και περισσότερες χώρες της Δύσης.
Όμως η ψήφος αυτή περισσότερο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια επιστροφή ενός ριζοσπαστικού σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος παρά ως μια σαγήνευση του πληθυσμού απ’ τον σοσιαλισμό ως πρώτη φάση μετάβασης στον κομμουνισμό. Κανένας απ’ τους παραπάνω πολιτικούς δε μιλάει για «ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής», παρά μόνο για «αναδιανομή» και για «ίσα δικαιώματα ευκαιριών». Αυτό νομίζω ότι είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της αναδυόμενης νέας τάσης: επιθυμία κατάργησης των αυξανόμενων ανισοτήτων χωρίς να θιγεί η επενδυτική και παραγωγική δυναμική του καπιταλισμού, ο οποίος ακόμα θεωρείται ευρύτατα ως μια εκπληκτική μηχανή παραγωγής πλούτου.
Η Αριστερά της Αριστεράς τρέφεται από την έκρηξη των ανισοτήτων που ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης των Ρέιγκαν-Θάτσερ. Στις κοινωνίες εκείνες όπου ένα 10% του πληθυσμού κατέχει πάνω απ’ το 50% του πλούτου και η μεσαία τάξη πλήττεται όσο ποτέ άλλοτε απ’ τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών και την αναστολή των αναδιανεμητικών πολιτικών, παρατηρείται μια αυξανόμενη πόλωση, τόσο ταξική όσο και πολιτική, με την άνοδο της πλουτοκρατίας και ενός νέου επισφαλούς προλεταριάτου καθώς και με την άνοδο του ριζοσπαστισμού τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς.
Η αμφισβήτηση της «κυβερνητικής Κεντροαριστεράς» από νέες ριζοσπαστικές δυνάμεις δε φαίνεται πια να χρησιμεύει ως μέσο επαγρύπνησης της πρώτης (εκτός ίσως απ’ τη Σουηδία, μήτρα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας). Όμως η τριβή της Αριστεράς με την πραγματικότητα και η ευθύνη της διαχείρισης μέσα σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον απαιτούν εκ των πραγμάτων την ανάπτυξη δεξιοτήτων κυβέρνησης και το σχηματισμό εκ του μηδενός ενός κεφαλαίου εμπειρογνωμοσύνης, μαζί με ένα ψυχρό υπολογισμό κόστους-οφέλους, συνοδευτικό των δημόσιων πολιτικών. Τίποτα από αυτά δεν ανήκουν στην πολιτική κουλτούρα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, κάτι που αργά ή γρήγορα φέρνει ξανά όσμωση με την κυβερνητική Κεντροαριστερά, ολοκληρώνοντας έτσι ένα κύκλο που είναι μεν ελλειπτικός, όμως δε μετατρέπεται ποτέ σε μία «έφοδο προς τον ουρανό» (Καρλ Μαρξ).