Να κάνουμε χρυσές τις πόλεις… ξανά…

Γραφει η Βέρα I. Φραντζή… Η γιαγιά Σωτηρία έμενε στο ισόγειο μιας μονοκατοικίας. Τα παιδιά της τής είχαν παραχωρήσει ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο στην επιδερμίδα της πολυκατοικίας, που προοριζόταν για ψιλικατζίδικο ή μαγαζί με νήματα ή μικρό εργαστήριο ξυλογλυπτικής.

Μπροστά από το κονάκι της είχε δυο κοίλες χωμάτινες παρενθέσεις στο φαρδύ κάπως πεζοδρόμιο. Εκείνη, που είχε κατέβει από τα βουνά και ήταν σα μπάμπουσκα μαυροφορεμένη -και πενθούσα όλων των συγχωρεμένων αδερφών της και των γονιών της και όλου του κόσμου των αδικοχαμένων, φρόντιζε τις περιφραγμένες ζαρντινιέρες σαν τους πιο όμορφους βασιλικούς κήπους. Έβαζε να μεγαλώνουν τις σκληροτράχηλες βουκαμβίλιες με τα χτυπητά χρώματα ή τα χαδιάρικα «σκυλάκια» ή άλλοτε καρότα και σέλινο και όργωνε το μικρό κομμάτι γης ανάμεσα στο γκρι του μπετόν.

Τα καλοκαίρια βγαίνανε οι γριές, μαζί και η δική μου η γιαγιά, και λέγανε σόκιν αστεία μπροστά από τα λουλούδια και τις πρασινάδες, που τις προστάτευαν από τις κόρνες και τις μανιασμένες ρόδες των αυτοκινήτων, τις ξεσηκωτικές μουσικές και τις σπινιές των δίκυκλων. Περνούσαν τα εγγόνια και τις χαιρετούσαν και εκείνες καμάρωναν για αυτά και έφευγαν τα ζεστά καλοκαίρια σαν φιλιά πεταχτά και πιτσιλωτά.

Μια μέρα γυρνώντας από το σχολείο -πέμπτη δημοτικού ήμουν- κόσμος πολύς έξω από το μικρό δωμάτιο και το πεζοδρόμιο να έχει γεμίσει ντόμινο που σέρνονταν στις πλάκες και παντόφλες και κάλτσες σφιχταγκαλιασμένες στις γάμπες. Ήταν αρρωστη από καιρό και στα ενένηντα εννιά της έφυγε με μια ανάσα για τον ήρεμο κόσμο του τίποτα. Οι μικροί της κήποι μαράζωσαν κάθε λεπτό που περνούσε από εκείνη τη στιγμή του θανάτου της και τώρα πια είναι σαν σκάφες αδειανές και άπλυτες, λερωμένες με το μηδέν.

Τις προάλλες, περπατούσα κατά μήκος της λεωφόρου. Εκτός από ένα δυό μαγαζιά που με μεράκι και ενδιαφέρον προσωπικό είχαν σουλουπώσει τους χώρους μπροστά από τα καταστήματά τους που προορίζονται για τη λεπτομέρεια φύσης μέσα σε αυτό το αμείλικτο φυσικό  μουντό χρώμα του μπετόν, όλα τα υπόλοιπα άσιτα, άχρηστα, κοπρολαγνικοί στόχοι, το άκρον άωτον του ελληνικού ωχαδελφισμού.

Ανάλγητα και κυνικά, έχουμε γυρίσει την πλάτη μας στη φύση αδιαφορώντας για την αισθητική, τη ζωή την ίδια, τον κόσμο που μας περιβάλλει. Δε φταίει μόνο ο Δήμος. Αν ο καθένας αφιέρωνε έστω δέκα λεπτά από τον χρόνο του μια φορά στους έξι μήνες, να φυτέψει ή να περιποιηθεί τα μικρά ανοίγματα γης που υπάρχουν στα πεζοδρόμια, η κάθε πόλη θα ήταν πολύ πιο ανθρώπινη. Και ντρέπομαι για τον ίδιο μου τον εαυτό που σε άλλους δήμους υπάρχουν κατάφυτα πεζοδρόμια με τις ομοιόμορφα κουρεμένες νεραντζιές και και τα πιο αγριοκάτσικα θαμνάκια που ταλαιπωρούνται από το νέφος, ενώ στη δική μου γειτονιά, μια γειτονιά ανθρώπινη, οικεία και οικογενειακή με τα τελευταία ψήγματα της συγκατοίκησης με φιλικό πρόσημο, να υπάρχει μια απραξία, ένα όχι σε κάθετι ζωογόνο.

Τα μπαζωμένα κομμάτια γης με θλίβουν. Θέλω να πάρω το αγέννητο παιδί μου να το πάω σε λιβάδια με παπαρούνες, να κάνει τις απλωτές του στο πράσινο και στο οξυγόνο. Και θυμάμαι με συγκίνηση, τις δεκαοχτούρες να κουρνιάζουν στο φωταγωγό της διπλανής ερειπωμένης πολυκατοικίας και να τρίβουν στη μούρη μας την αστική αδιαφορία μας και την αμετροέπεια ανοικοδόμησης.

Η φύση θα την βρει την άκρη, για εμάς δε ξέρω.

Βέρα I. Φραντζή – thegreekcloud