Όταν ερήμωνε ο Χαζνές…

Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Ο Δεκέμβριος ήταν μήνας που χάναμε φίλους. Όχι πως είχαν πάθει κάτι οι αθρώποι, αλλά ήσαν απασχολημένοι στα χαρτοπαίγνια και στο μπαρμπούτι. Ο Χαζνές δεν ήταν πλέον σημείο ραντεβού στο περίπτερο του Βαλάκη, μήτε ενατένιση αναρτημένων φωτογραφιών στα Τιτάνια του Κωδούνα, μήτε χαζολόγημα στις βιτρίνες του Ράλλη με τα παιχνίδια και τα γλυκά.

Χαζνές ήταν ένα σταυροδρόμι των Γιαννιτσών που οι κεραίες του οδηγούσαν, με την φορά των δεικτών του ωρολογίου, στο «νέο ΚΤΕΛ», στην Κηφισιά και στην κατηφοριά του Ταλαμπάς, στην πλατεία Μάγγου καθοδικώς στα μαγαζά, στις τράπεζες και στον Συνοικισμό, στο ΠΙΚΠΑ και στις διόδους προς το Βαρόσι, το Γαλλικό Γυμνάσιο και εκείθεν στο Τσαλή, και την άσφαλτο όπου η Λέσχη Αξιωματικών και τα «καλά» καφενεία, εκεί όπου διαδραματίζονταν η βόλτα, μια τελετουργία μεταξύ νυφοπάζαρου και αδάπανης ψυχαγωγίας.

Η αλλαγή στην κοινωνική συμπεριφορά πολλών ηλικιών, οφείλονταν στο ότι η πανταχόθεν περιφρονούμενη και ταυτόχρονα παινεμένη τάξις των αγροτών, είχε λεφτά στο κεμέρι της. Τα σιτάρια είχαν εξοφληθεί και οι πιο τυχεροί έπαιρναν τα λεφτά από τα μπαμπάτσα. Ολίγοι συνωστίζονταν στην μινωικού ρυθμού Αγροτική Τράπεζα για να ξοφλήσουν κανα χρέος, ενώ περισσότεροι πήγαιναν στην Αγορά και έπαιρναν ρουχικά και υποδήματα. Ωστόσο, η δημοφιλής τακτική ήταν να τσεπώνουν χαρτούρα, να αγοράζουν λαχεία και να χαρτοπαίζουν. Τα προς τούτο εντεταλμένα ιδρύματα ήταν πεντέξη, σφηνωμένα στις κατωφέρειες και σε παραδρόμους, είχαν χαμηλό φωτισμό, λερές κουρτίνες στην βιτρίνα και καταμεσής δύο ή τρεις ροτόντες ενδεδυμένες λερή τσόχα, αυτοτελώς τσιμπικωμένη σε στρόγγυλο νοβοπάν που κάλυπτε ένα ξύλινο τραπέζι. Ο πάγκος του καφετζή στολίζονταν με εικοσιπενταράκια και πενηνταράκια ούζο, και ο μεζές ήτο τεμάχια κασέρι, καμιά σαρδέλα και στις μεγάλες πείνες εψήνετο ένα καραμανλίδικο σουτζούκι. Ικανή πελατεία έπινε μπίρες, και οι καφέδες έβγαιναν αργά, να διανεμηθούν στους ξενύχτηδες, χαμένους ή κερδισμένους.

Μέσα ,εκύκλωναν το καρέ οι χαρτοπαίκτες. Οι περισσότεροι αγρότες. Τους συντρόφευε η σπανία συνομοταξία των χαρτοκλεφτών και πολλοί επιχειρηματίες. Έπαιζαν πόκα, αλλά το μαστ ήταν η βιδωτή τριανταμία και άλλα ευαγή ,ακατανόητα παίγνια. Αργά το βράδι, οι μανάδες από τις γειτονιές έστελναν τα παιδάκια τους να ανακαλύψουν που παίζει ο μπαμπάς, να γυρίσουν να το μαρτυρήσουν στις θηλυκές επιθεωρήτριες των οίκων, των χανέδων, διότι οι λεγάμενοι πήγαιναν να ψωνίσουν για Χριστούγεννα και ξεχνούσαν πως είχαν σπιτικό. Αμέτρητες νοικοκυρές εφοβούντο μη και καταντήσουν Αχτίτσες, με κίνδυνο να γενούν Φόνισσες.

Ήξερα δυο-τρία τέτοια καταγώγια, που άνοιξαν μεσούσης της δεκαετίας του πενήντα και έως το τέλος του παρελθόντος αιώνος ήταν τεκμήριο για τον κοινωνικό ανθρωπολόγο να εξετάσει πως η τσόχα, από λαμπερή πράσινη,όπως στις ταινίες , έπαιρνε το χρώμα της γαιώδους λέρας, φθαρμένη άχρι γυμνότητας στην περιφέρεια και χωρις ύφασμα στο κέντρο του τραπεζιού, όπου φαινόταν η φορμάικα.

Το ίδρυμα εσαρώνετο καθημερινώς από τα τσιγάρα καταής και τις λάσπες, αλλά αμφιβάλλω εάν βράχηκε ποτέ το μωσαϊκό.

Αυτά τα χαμαιτυπεία διέθεταν και μιαν άλλη, πολιτική λειτουργία. Εκεί έμπαιναν τα στοιχήματα των εκλογών. Οι φίλοι των πολιτευτών, ειδικά οι συσταζούμενοι, έβαζαν πολλά λεφτά προβλέποντας «νίκη με άνετη διαφορά πέντε μονάδων» ή ολέθρια ήττα των αντιπάλων, βέβαιοι πως η ισχύς του στοιχήματος και η φήμη του παραέξω, θα κατάφερνε τους αγρότες να ψηφίσουν τον νικητή. Μερικοί επιχειρηματίες, άσσοι στο καρέ, φρόντιζαν να χάσουν υπό πλήρη έλεγχο μερικές χιλιάδες δραχμών, θέτοντας ασφαλείς προϋποθέσεις πως θα αγοράσουν τις σοδειές του χρόνου από το χωράφι.

Η διαδικασία προχωρούσε, έως αργά τον Ιανουάριο, ώσπου να χάσουν οι περισσότεροι και τις πατατούκες ή τα ρολόγια των. Τότε, νήστεις και πένητες, έβαζαν μέσον για να πάρουν ένα δάνειο να σπείρουν τα ανοιξιάτικα, μήπως και ρεφάρουν.

Στα διαλείμματα, μιλούσαν για εκπληκτικές νέες καλλιέργειες και εκτροφές, σαλιγκάρια, κουνέλια, κίουι και αμπελάκια σε παλμέτες, ενώ μάθαιναν ότι η ΕΟΚ θα τους αλλάξει τον βίο.Και το άλλο Δεκέμβριο, πάλε στα Σατουρνάλια.

Την άλλη φορά, θα σας ειπώ για τον Σαλιγκαρά.

Πάνος Θεοδωρίδης – thegreekcloud