Όταν η συγκίνηση αντέχει…

Επτά χρόνια συμπληρώθηκαν την περασμένη Τετάρτη από τον ξαφνικό, πρόωρο (και άδικο) χαμό του Γιώργου Τσαγκάρη, που ακόμη δεν είχε κλείσει χρόνο στα καθήκοντα του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Μεσσηνίας, αλλά είχε ξεχωρίσει και αγαπηθεί για την δραστηριότητά του και τον πόθο του να ανεβάσει πολιτιστικά τον νομό. Θυμάμαι εκείνη την πικρή μέρα του Αυγούστου του 2008, μου είχε τηλεφωνήσει ο Πέτρος Τσώνης για να πάμε σε συναυλία που είχε προγραμματίσει ο Τσαγκάρης με λαϊκά τραγούδια (τα οποία ποτέ δεν είχε σνομπάρει στην καριέρα του). Ακριβώς την ώρα που ο Γιάννης Λεμπέσης και οι συνεργάτες του κούρδιζαν τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες τους, ο Γιώργος έφευγε από την ζωή, έχοντας καπνίσει μέσα σε βήχα και δύσπνοια το τελευταίο του τσιγάρο. Το τσιγάρο, που όπως είχε γράψει παλιότερα ο μέγας λαϊκός συνθέτης Ακης Πάνου «δεν το γουστάρω κι’ όμως το φουμάρω-κέρασμα στον χάρο».

Ηταν η σύντομη αλλά δυνατή σχέση που είχε κτίσει ο Τσαγκάρης με την Καλαμάτα, αυτή που τον έχει δέσει φιλικά με κάποιους οι οποίοι δεν τον έχουν ξεχάσει. Την Τετάρτη λοιπόν, λίγο πριν σουρουπώσει, μπορεί να μη συγκεντρώθηκαν πολλοί στο κοιμητήριο, όμως η παρουσία τους ήταν αρκετή για μια εποχή που νοιώθουμε πως οι διανοούμενοι έχουν χάσει ‘τη μπογιά τους’. Δεν έχει μεγάλη σημασία ποιοι βρέθηκαν πλάϊ στην μαρμάρινη πέτρα ρίχνοντας την σκιά τους στον Τσαγκάρη. Σημασία είχε το ΠΩΣ συμπεριφέρθηκαν αυτοί οι φίλοι στον αξέχαστε καλλιτέχνη. Ο Πέτρος άνοιξε ένα μεγάλο μπουκάλι με τσικουδιά προσφέροντας σε μικρά ποτηράκια, ενώ μια σιωπηλή κυρία άφησε μπροστά στην εικόνα ένα γεμάτο πακέτο Καρέλια, έχοντας μισοτραβήξει τσιγάρο, σαν να ήθελε να του το προσφέρει. Κεριά και λιβανιστήρι υπήρχαν εκεί αλλά δεν κρίθηκε απαραίτητο να λειτουργήσουν. Όμως, οι στιγμές απέκτησαν δυνατή συγκίνηση, όταν η Μαρία με την βελούδινη φωνή, τραγούδησε ένα κομμάτι του μουσουργού Τσαγκάρη, ένα από τα σχεδόν πεντακόσια που έγραψε, δεν πρόλαβε να τα εκδώσει και να τα εντάξει στην επίσημη δισκογραφία του τόπου.

Περισσότερο για το τυπικό της υπόθεσης, κρίθηκε εφικτή η παρουσία (και) ενός εφημέριου, αφού έτσι κι’ αλλιώς για κάποιους φίλους η μνήμη του Τσαγκάρη όσο ζούμε θα είναι αιώνια.

Και ύστερα τι;

Υστερα ήρθε ακόμη μια θλίψη, αφού την ώρα που σύρονταν αυτές οι αράδες, έσκασε η είδηση για το ‘αντίο’ του  μέγιστου στιχουργού  Κώστα Βίρβου, του τελευταίου της μεγάλης σχολής του λαϊκού τραγουδιού, που κυρίως με τον Θόδωρο Δερβενιώτη χάρισαν στους Ελληνες εκατοντάδες επιτυχίες. Ο Βίρβος, μπορεί να έφυγε στα 89 του, εντούτοις τα τελευταία δέκα και ίσως περισσότερα χρόνια, ταλαιπωρήθηκε με την υγεία του αλλά και το παράπονο για την εγκατάλειψη που ένοιωθε γύρω του. Όπως μου θύμισε ο φίλος Θανάσης Παντές, ακούγοντας μια παλιά συνέντευξη του Βίρβου στον Πάνο Γεραμάνη για το Β’ πρόγραμμα της ΕΡΤ (που προσφέρθηκε σε επανάληψη) ο Βίρβος είχε μιλήσει με λόγια πικρά για αρκετούς ανθρώπους του σιναφιού του, οι οποίοι του είχαν γυρίσει την πλάτη. Οσο για την πικρή είδηση του θανάτου του; Δόθηκε από τα τηλεοπτικά κανάλια προς τα τέλη των δελτίων ειδήσεων, έχοντας στην μανιέρα ένα εντελώς μέτριο τραγούδι του Μπιθικώτση, αλλά αυτό μάλλον δεν θα πείραζε ποτέ τον Βίρβο. Θα είχε ‘έτοιμη την συγγνώμη του’ για τους αδαείς επιμελητές του μοντάζ, που ίσως δεν είχαν τον χρόνο να ψάξουν για κάτι καλύτερο μέσα από σχεδόν δύο χιλιάδες τραγούδια που είχε σκαρώσει!

Γιώργος Αρκούλης αρκουλης