Πέντε λαϊκιστικοί μύθοι για τη λογοτεχνική κριτική…

Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να μιλήσουμε για τον λαϊκισμό στη λογοτεχνία χωρίς να υπενθυμίσουμε τις τύχες της εννοιολόγησής του στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης και της πολιτικής θεωρίας: πεδίο όπου παρουσιάζεται υπερβολικά διευρυμένος, έχοντας αποκτήσει ήδη μια δυσλειτουργική πολυσημία.

Ξέρουμε, ωστόσο, από αυτή την πολυσημία πως ο λαϊκισμός μπορεί σήμερα να ταυτιστεί με τρία αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: πρώτον, με την πολιτική που χαράσσεται εν ονόματι των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας· δεύτερον, με τα ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά που διατρέχουν έναν συγκεκριμένο τρόπο κινητοποίησης και ένταξης των μαζών στην πολιτική σκηνή· και τρίτον, με τη δομή άσκησης της εξουσίας στην εποχή της νεωτερικότητας. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την τρέχουσα έννοια του λαϊκισμού, στη δεύτερη με μια περιγραφική προσέγγιση και στην τρίτη με ένα αμιγώς αναλυτικό σκεπτικό.[2]

Μένοντας, στην πρώτη, την τρέχουσα έννοια, μπορούμε να προσθέσουμε πως ο λαϊκισμός είναι κάτι σαν χαμαιλέοντας: ένα ισχνό ή χαλαρό ιδεολογικό μόρφωμα, που έχει την ικανότητα να επικολλάται σε διάφορες άλλες, πυκνότερες ιδεολογίες.[3] Ο σχηματισμός, πάντως, της δικής του ταυτότητας προϋποθέτει έναν αδιαφοροποίητο, εξαιρετικά συμπαγή και με σφύζουσα υγεία λαό – το προνομιακό ακροατήριο, αλλά και το μοναδικό στήριγμα των εξαγγελιών του. Με κέντρο αυτή τη μεταφυσική οντότητα του λαού, ο λαϊκισμός θα διακρίνει παντού εχθρούς και συνωμοσίες, βάζοντας στο στόχαστρό του τη διαφθορά του κατεστημένου και των ελίτ και επιζητώντας μέσω μιας συνεχούς πυροδότησης του λαϊκού αισθήματος την κάθαρση του παρελθόντος. Έτσι, άλλωστε, θα συντάξει τη μυθολογική του ατζέντα και θα εξασφαλίσει τη μαγευτική δύναμη του λόγου του.

Αλλά πώς ακριβώς θα περάσουμε στην έννοια του λαϊκισμού στη λογοτεχνία; Πλησιάζοντας περισσότερο τη δεύτερη έννοια της πολιτικής θεωρίας για το λαϊκισμό, ο ερευνητικός κλάδος των πολιτισμικών σπουδών θα επιμείνει στις  συμβολικές εμπειρίες και πρακτικές των καθημερινών ανθρώπων, αφήνοντας την υψηλή τέχνη και κουλτούρα στις έγνοιες του ελιτισμού. Εκείνο που έχει σημασία τώρα είναι η μελέτη της υλικότητας και του κοινωνικού χαρακτήρα των συμβολικών πρακτικών της καθημερινότητας και όχι η επιλεκτική εστίαση σε επώνυμα καλλιτεχνικά έργα και πρόσωπα. Οι πολιτισμικές σπουδές στέκουν, βεβαίως, πολύ μακριά από το να υιοθετήσουν και να ιδεολογικοποιήσουν εκ νέου τις αξίες της λαϊκής γλώσσας και παράδοσης. Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει τους αναλυτές τους είναι να τονίσουν πως έχει έρθει επιτέλους η στιγμή να εγκύψουν η επιστήμη και η διανόηση σε μέχρι προ τινος απορριπτέα μετά βδελυγμίας προϊόντα – προϊόντα όπως η τηλεόραση, η λαϊκή δημοσιογραφία και λογοτεχνία, αλλά και η νεανική ή η ποπ κουλτούρα. Όσο για την ένσταση ότι ακολουθώντας αυτό το δρόμο υπάρχει ο κίνδυνος να βάλουμε από την πίσω πόρτα στο παιχνίδι την εμπορευματοποίηση και τα κυρίαρχα καταναλωτικά πρότυπα, η απάντηση θα προκύψει αβίαστα: πολιτισμικός λαϊκισμός δεν είναι οι σύγχρονες λαϊκές μορφές από την άποψη της κατανάλωσης, αλλά υπό το πρίσμα του θεσμικού ρόλου τον οποίο αναλαμβάνουν στο επικοινωνιακό σύστημα.[5]

Πιο στοχαστικά θα το αναρωτηθεί και θα το θέσει ο RaymondWilliams, ο προπάτορας και ο εμπνευστής των πολιτισμικών σπουδών. Ποιο είναι εκείνο που όλως απρόσμενα μπορεί να ανακαλύψουμε στο λαϊκό; Μα, η ζωντάνια της ανεπισημότητάς του, η ζωτικότητα η οποία αναδύεται, παρά την τριβή με το ασήμαντο και το επουσιώδες, από τις οικείες και ευχάριστες αναπαραστάσεις του καθημερινού μας βίου.[6]

Ο δημόσιος λόγος περί κριτικής

Συνεχίζοντας, δεν θα σταθώ στη γενική σχέση του λαϊκισμού με την τέχνη και τη λογοτεχνία, αλλά στην ειδική του όσμωση με τη λογοτεχνική κριτική. Και βιάζομαι να  διευκρινίσω πως δεν θα με απασχολήσει το τι ζητούν από την κριτική να κάνει θεωρίες που βλέπουν τη λογοτεχνία από το μετερίζι του λαού και των κοινωνικών τάξεων: θεωρίες οι οποίες, αν μείνουμε στις κοινωνικές τάξεις, ανήκουν στο μαρξιστικό στάτους και διαφέρουν μεταξύ τους μόνο ως προς τον βαθμό κατά τον οποίο επιτρέπουν την αυτονόμηση της τέχνης από την οικονομική και την ταξική της βάση (από τον Μαρξ, τον Πλεχάνωφ και τον Τρότσκι μέχρι τον Λούκατς, τον Μπρεχτ και τον Αλτουσέρ). Το θέμα μου είναι όχι οι λογοτεχνικές θεωρίες, αλλά ο λαϊκισμός του δημόσιου λόγου περί λογοτεχνικής κριτικής: οι ιδέες που κυκλοφορούν διάχυτα (από τις κουβέντες σε αναγνωστικές παρέες μέχρι τις συζητήσεις στην μπλογκόσφαιρα και στις λογοτεχνικές συντροφιές) ως προς το τι επιζητούν οι κριτικοί όταν προσπαθούν να ξεδιαλέξουν, να ερμηνεύσουν και να κατατάξουν τη δρώσα λογοτεχνική παραγωγή. Προκειμένου να προχωρήσω στην ανάλυσή μου, δεν θα βασιστώ στις πολιτισμικές σπουδές, που όπως είδαμε καταγίνονται με είδη λόγου τα οποία δεν περιλαμβάνουν τον δημόσιο λόγο περί κριτικής ή είναι εντελώς διαφορετικά από τον λόγο της ίδιας της κριτικής (στο λεξιλόγιο των πολιτισμικών σπουδών ο λόγος της κριτικής είναι ο λόγος των ελίτ), αλλά στην αντλημένη από την πολιτική θεωρία μυθολογική έννοια του λαϊκισμού. Πέντε είναι οι λαϊκιστικοί μύθοι που διαδίδονται εδώ και δεκαετίες γύρω από τη λογοτεχνική κριτική.

Πρώτος μύθος. Η κριτική δεν είναι σε θέση να νομιμοποιήσει τις αρμοδιότητές της γιατί στην πραγματικότητα δεν διαθέτει καμία αρμοδιότητα. Χωρίς έγκριτες σπουδές και αναγνωρισμένα πιστοποιητικά λογοτεχνικών φρονημάτων, όντας κατά πάσα πιθανότητα ακυρωμένοι καλλιτέχνες και δίχως επίσης να παρέχουν έναν ευανάγνωστο κατάλογο των κριτηρίων τους, οι κριτικοί παραμερίζουν το ασφαλές αίσθημα και το εγγυημένο αισθητήριο του αναγνωστικού κοινού, επιβάλλοντας στη μεγάλη πλειοψηφία την αζήτητη αυθεντία τους. Σε μια τέτοια αντίληψη, η κριτική δεν τοποθετείται στο χώρο που παρεμβάλλεται μεταξύ της λογοτεχνίας και των αποδεκτών της, δεν αποτελεί ένα πρώτο στάδιο της υποδοχής του λογοτεχνικού έργου ούτε είναι δυνατόν να εννοηθεί ως ένα πρώτο νεύμα επαίνου ή ως ένα πρώτο ανάχωμα αντίστασης στην καινούργια δουλειά τού συγγραφέα. Μοναδικός σκοπός της παραμένει αφ’ ενός να καπελώσει τον συγγραφέα, ο οποίος αναγκάζεται να υπομείνει ερμηνείες που δεν του ταιριάζουν, αφ’ ετέρου να χειραγωγήσει το κοινό του, το οποίο στερούμενο τα εκ θεού δοσμένα δικαιώματά του (η μεταφυσική υπόσταση του λαού) δεν αφήνεται να αποφασίσει ελεύθερα – να εμπιστευτεί χωρίς εξωτερικούς φραγμούς την κρίση και τη συνείδησή του.

Δεύτερος μύθος. Δέσμια όχι της υποκειμενικότητας αλλά του άκρατου και ανεξέλεγκτου υποκειμενισμού της, η κριτική μπορεί να στηρίξει μόνο προσωπικές και ιδιοτελείς επιλογές, μετατρέποντας το ατομικό της γούστο σε απαίτηση μιας γενικής αισθητικής νόρμας. Οι κριτικοί απαξιώνουν ως εξ ορισμού τις προτιμήσεις της μεγάλης αναγνωστικής πλειοψηφίας, που αγαπά τους εύληπτους συγγραφείς, τους συγγραφείς που δεν αναλώνονται σε σκοτεινά νοήματα και σε ύποπτα μορφικά πειράματα. Και τι διαλέγουν αντ’ αυτών; Είναι απλό: βιβλία τα οποία αρέσουν μόνο στους ίδιους και στους συγγραφείς οι οποίοι τα έγραψαν. Το ότι η κριτική παρακολουθεί μεγάλα σύνολα, το ότι καταγίνεται, για το καλό ή για το κακό, με τις περισσότερες τάσεις της εποχής της (πρωτοποριακές και μη), το ότι δεν αγνοεί κάποιες καταναλωτικές αρέσκειες, ανταποκρινόμενη, για να επανέλθουμε στον Williams, στην ανεπίσημη ζωντάνια των συμβόλων της καθημερινότητας, το ότι αγωνίζεται να συσχετίσει τις επιμέρους παρατηρήσεις της, και να προτείνει κάποια συνδυαστικά συμπεράσματα, δεν συνάδει με το φυσικό ένστικτο των απλών αναγνωστών και με τη μαγεία την οποία διασφαλίζει μόνον η απευθείας επαφή τους με τη λογοτεχνία.

Τρίτος μύθος. Η κριτική υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια το λογοτεχνικό κατεστημένο, τόσο των συγγραφέων όσο και το δικό της. Οι κριτικοί δεν θα ρισκάρουν ποτέ να επενδύσουν στο φρέσκο και στο καινούργιο. Θα αγνοήσουν κάθε δυναμική και ανήσυχη νέα κίνηση, θα προσκολληθούν στο υφιστάμενο λογοτεχνικό καθεστώς και –ως ευνόητο αποτέλεσμα των προηγουμένων– θα γίνουν πολύ γρήγορα καθεστώς κι οι ίδιοι. Εκτός κι αν υπάρξει μια εναλλακτική λογοτεχνική κριτική, μια λογοτεχνική κριτική που θα επωμιστεί τον αγώνα της ρήξης με κάθε σύμβαση,  ακόμα κι αν έχει πλήρη επίγνωση πως τίποτε δεν μπορεί να ανθίσει σ’ ένα καθεστώς το οποίο διαθέτει δεδομένη υπεροπλία έναντι των εχθρών του. Εδώ, όμως, αγγίζουμε ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά καιρούς και από κριτικούς. Και ως προς αυτό θα είχε ενδιαφέρον να συζητήσουμε για τον λαϊκισμό της ίδιας της λογοτεχνικής κριτικής. Ποιος, εν τούτοις, να πει και από ποιον να ακουστεί πως όπως κι αν το σκεφτούμε, από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξουμε, η κριτική πραγματικότητα (των χρόνων μας, αλλά και παλαιότερων περιόδων) μοιάζει εντελώς διαφορετική, με τους κριτικούς, ιδίως των χρόνων μας, να ψάχνουν ακόμα και με υστερικό τρόπο το φρέσκο και το καινούργιο, αναδιατάσσοντας διαρκώς τον λογοτεχνικό τους κανόνα;

Τέταρτος μύθος. Οι κριτικοί γράφουν τις κριτικές τους κατά παραγγελία των εκδοτών. Είναι η ώρα της συνωμοσιολογίας. Πιέζοντας τον κριτικό και την εφημερίδα του, ο μεγαλοεκδότης έχει το ελεύθερο να πλήξει τον αναγνωστικό λαό, χρησιμοποιώντας ένα φίλτρο το οποίο δεν είναι εύκολο να αντιληφθούν και να καταγγείλουν οι πολλοί. Η μοίρα, ατυχώς, των πολλών σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι μία: να γίνουν υποχείρια εκδοτών, συγγραφέων και κριτικών, που θα καταστρατηγήσουν ούτως ή άλλως το αδέσμευτο πνεύμα τους. Τι κι αν οι εφημερίδες δεν τείνουν ευήκοον ους στους εκδότες, ιδίως σε εποχές όπου οι διαφημιστικές καμπάνιες δεν αποτελούν παρά μακρινό όνειρο, τι κι αν κριτικοί αδυνατούν εκ των πραγμάτων να γίνουν παραγγελιοδόχοι των εκδοτών, γιατί αλλιώς δεν θα γινόταν να βγάλουν άκρη ποτέ με κανέναν, τι κι αν οι ίδιοι οι εκδότες δεν διανοούνται τέτοιες παρεμβάσεις, ξέροντας από τα πριν τη ματαιότητά τους.

Πέμπτος και τελευταίος μύθος, παραπλήσιος με τον τέταρτο. Η κριτική  κατευθύνει τις πωλήσεις, βάζοντας τους αναγνώστες σε έναν κυκεώνα εκδοτικής, οικονομικής και συγγραφικής διαφθοράς από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να γλιτώσουν και να προστατευτούν χωρίς τη βοήθειά της. Έχει άραγε κάποια σημασία το πως, αν υπάρχει κάτι στις εφημερίδες ικανό να επηρεάσει τις πωλήσεις των βιβλίων, αυτό είναι οι ιδιαιτέρως προβεβλημένες συνεντεύξεις των συγγραφέων; Κι έχει επίσης σημασία πως αν έχει ξεμείνει ένα υπόλοιπο από τη διαφημιστική πίτα, αυτό μπορεί, όσο ελάχιστο κι αν έχει καταλήξει, να υπερκεράσει το λόγο της κριτικής; Κι έχει, τέλος, την οποιαδήποτε σημασία το ότι ουδείς είναι σε θέση να εξηγήσει σε τι ακριβώς συνίσταται ή να προβλέψει πότε ακριβώς θα έρθει η επιτυχημένη κυκλοφορία ενός βιβλίου;

Εντός και εκτός λογοτεχνίας

Ο λαϊκισμός περί του είναι και του τι θέλει, η λογοτεχνική κριτική θέτει αυτομάτως την κριτική έξω ή απέναντι από τη λογοτεχνία. Αλλά η κριτική υπάγεται πρωτίστως στη λογοτεχνία: εκείνην έχει αδιάκοπα προ οφθαλμών, τις δικές της μεταλλαγές και μεταμορφώσεις θα καταγράψει, μαζί της θα ανοίξει διάλογο ακόμα κι όταν πρόκειται να κρατήσει αρνητική στάση. Είναι, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο διάγραμμα, η κριτική  αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνίας, παραδομένο ολοσχερώς στις ανάγκες της; Κι αν ναι, μήπως τότε θα πρέπει να ανοίξει ξανά ο κύκλος των λαϊκιστικών υποψιών, αυτή τη φορά από την ανάποδη; Αν δεχτούμε πως η κριτική δεν συνδιαλέγεται με πρόσωπα αλλά με κείμενα, κείμενα που όπως είχα πρωτύτερα την ευκαιρία να πω δεν συνιστούν ένα άθροισμα ατομικών μονάδων, αλλά μια υπό διαρκή διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση ολότητα, τότε ναι και πάλι, η κριτική είναι μοιραία συνδεδεμένη με τη λογοτεχνία.

Πού ακριβώς, όμως, θα καταλήξουμε αν ακολουθήσουμε αυτή τη γραμμή; Μήπως στο ότι η λογοτεχνία και η κριτική της είναι μια υπόθεση μεταξύ επαϊόντων, που μοιράζονται εν στενώ τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, υποκύπτοντας πρόθυμα στην ενδιάθετη τάση τους για ναρκισσισμό και αυτοκατανάλωση; Όσες επιφυλάξεις κι αν κρατήσουμε απέναντι σε μια κριτική που επείγεται να σχολιάσει την τρέχουσα παραγωγή, συγκαταριθμώντας στις αποτιμήσεις της και πλήθος βιβλία τα οποία είναι σίγουρο πως δεν θα αντέξουν στο χρόνο, όσες υποψίες κι αν πέσουν πάνω σε μια λογοτεχνία που βιάζεται να πιστοποιήσει τη θέση στις αξιολογήσεις της κριτικής, το γεγονός δεν αλλάζει: τόσο η λογοτεχνία όσο και η κριτική δεν λειτουργούν εν κενώ. Αμφότερες απευθύνονται σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο υποψιασμένο κοινό: κοινό ούτε μεγάλο ούτε μικρό, κοινό ούτε φυσικώ τω τρόπω προικισμένο ούτε όμως και καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμποδισμένο. Ανάμεσα σε αυτό το ευρύτερο ή στενότερο κοινό και στη λογοτεχνική παραγωγή θα βαδίσει η κριτική, διεκδικώντας συνειδητά το ρόλο του μεσολαβητή. Στρέφοντας το βλέμμα της προς τον αναγνώστη, η κριτική θα τον προτρέψει ή θα τον αποθαρρύνει από το να διαλέξει ένα βιβλίο, θα δώσει κάποια κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση της μορφής και του περιεχομένου του, θα χρησιμοποιήσει ένα ζύγι που θα τη βοηθήσει να το συσχετίσει με παλαιότερα ή νεότερα λογοτεχνικά παραδείγματα. Το τι θα περισωθεί από όλα αυτά (αν εν τέλει περισωθεί κάτι) δεν εξαρτάται από την κριτική. Εκείνη θα συνεχίσει το διάλογό της με τη λογοτεχνία χωρίς να πάψει να μεταφέρει  στον αναγνώστη τη γνώμη της – αφού προηγουμένως φροντίσει να τον εφοδιάσει με ορισμένα εργαλεία τα οποία είναι πιθανόν να του φανούν χρήσιμα (είναι, πιθανόν, όμως, και όχι) μέχρι να αποφασίσει για την τελική του κρίση.

—————-

Το κείμενο αποτελεί μια πρώτη μορφή της ανακοίνωσης που ακούστηκε στο   επιστημονικό συμπόσιο «Λαϊκισμός: στην ιστορία, την τέχνη, την πολιτική». Το συνέδριο διοργάνωσε η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, της Σχολής Μωραΐτη, στις 20 και 21 Νοεμβρίου, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

  booksjournal.gr/