Ποια είναι η κατάσταση στο Αφγανιστάν τώρα…

Της Virginia Comolli

Κρίνοντας από την περιορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη που λαμβάνει από τα ΜΜΕ τώρα, θα υπέθετε κανείς ότι η σύγκρουση στο Αφγανιστάν έχει τελειώσει ή τουλάχιστον έχει περιοριστεί σε σημείο που πλέον δεν δικαιολογεί καθημερινή ενημέρωση. Αυτές οι υποθέσεις δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα. Όπως καταδεικνύεται από τη βάση δεδομένων του IISS για τις ένοπλες συγκρούσεις και την έρευνα για τις ένοπλες συγκρούσεις του 2016, οι θάνατοι διπλασιάστηκαν από τις 7.500 το 2014 στις 15.000 το 2015.

Η κατάσταση ασφάλειας δεν έχει βελτιωθεί το 2016. Ο ιδικός γενικός επιθεωρητής των ΗΠΑ για την ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν (SIGAR), άφησε να εννοηθεί στην τελευταία του έκθεση ότι η περιοχή που βρίσκεται υπό τον πραγματικό έλεγχο της κυβέρνησης, συρρικνώθηκε από 70,5% στο τέλος Ιανουαρίου, στο 65,6% τον Μάιο –μόλις 268 από τις 407 περιοχές. Τον Ιούλιο, το Ισλαμικό Κράτος, έβαλε στόχο την πρωτεύουσα Καμπούλ για πρώτη φορά. Αυτή ήταν η πιο θανατηφόρα επίθεση στο Αφγανιστάν τα τελευταία 15 χρόνια, που είχε ως κατάληξη τον θάνατο 80 ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από 250 –σε μια δυσάρεστη επιβεβαίωση ότι η ασφάλεια είναι σε ένα πτωτικό σπιράλ.

Ενώ δίνεται περιορισμένη προσοχή στην σύγκρουση, ακόμη λιγότεροι πόροι φαίνεται να αφιερώνονται για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των ναρκωτικών. Αυτό φαίνεται παράδοξο σε μια χώρα που είναι νούμερο ένα παραγωγός στην καλλιέργεια παπαρούνας παγκοσμίως, δεδομένης της καλά τεκμηριωμένης σχέσης μεταξύ του εμπορίου ναρκωτικών και της περιφερειακής αστάθειας.

Ένα πρόσφατο project του IISS για τα ναρκωτικά και την πρόληψη των συγκρούσεων, έδειξε ότι υπάρχει τώρα μεγαλύτερη κατανόηση στο Αφγανιστάν για τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ της τρομοκρατίας, του εμπορίου ναρκωτικών και της σύγκρουσης, και ότι αυτοί οι δεσμοί εμποδίζουν την πιθανότητα μιας μακράς διάρκειας ειρηνευτικής συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ της κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν. Η εμπλοκή ανώτερων αξιωματούχων σε δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος και η ευρεία διαφθορά, περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα.

Το υπουργείο Καταπολέμησης των Ναρκωτικών έχει προσφάτως εγκαινιάσει ένα νέο πενταετές εθνικό σχέδιο δράσης το οποίο επικεντρώνεται στην μείωση της καλλιέργειας παπαρούνας, της παραγωγής και διακίνησης οπιούχων καθώς και σε πρωτοβουλίες μείωσης της ζήτησης και μεγαλύτερες προβλέψεις για την θεραπεία ενός ολοένα και αυξανόμενου αριθμού χρηστών. Ωστόσο υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος που πρέπει να διανυθεί προτού τα ζητήματα των ναρκωτικών συμπεριληφθούν σε μια ευρύτερη πολιτική συζήτηση και να γίνουν ένα αναπόσπαστο μέρος, για να αναφέρουμε ένα βασικό παράδειγμα, του σχεδιασμού και της εφαρμογής των πρωτοβουλιών οικονομικής ανάπτυξης.

Είναι συγκλονιστικό ότι το 11% των 30 εκατ. κατοίκων του Αφγανιστάν θεωρείται πώς είναι χρήστες ναρκωτικών. Το υπουργείο Υγείας μας λέει ότι 1,2 εκατ. παιδιά έχουν βρεθεί “θετικά” σε ναρκωτικές ουσίες. Δεδομένων των δεκαετιών σύγκρουσης και της δυστυχίας που υπέστη ο πληθυσμός, πολλά άτομα αντιμετωπίζουν κάποιου είδους μετατραυματικό στρες, το οποίο σε συνδυασμό με το ταμπού της ψυχικής ασθένειας που απαγορεύει στους ανθρώπους να ζητήσουν βοήθεια αλλά και την ευρεία διαθεσιμότητα των ναρκωτικών, έχει δημιουργήσει μια καταστροφή.

Οι επιπτώσεις αυτής της επιδημίες είναι ενδεικτικές. Ενώ κάποτε περιοριζόταν σε κρυφά σημεία, η χρήση ναρκωτικών είναι σε δημόσια θέα, ακόμη και στην πρωτεύουσα –χρήστες συναθροίζονται κάτω από την γέφυρα Kabul, προς απογοήτευση των κατοίκων της περιοχής. Εκτός από την προφανή επίδραση στην δημόσια υγεία και στην κοινωνία, νέες και κάποτε αδιανόητες δυναμικές έχουν προκύψει. Ένας ολοένα και αυξανόμενος αριθμός γυναικών παίρνουν διαζύγιο από τους εθισμένους στην ηρωίνη άνδρες τους. Αυτή η εξέλιξη κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι σε μια ιδιαίτερα συντηρητική κοινωνία, όπου οι γυναίκες συνήθως δεν είναι σε θέση να ζητήσουν διαζύγιο και όπου η διάλυση ενός γάμου υποχρεώνει την γυναίκα να επιστρέψει στο σπίτι των γονιών της και συνήθως να χάνει την επιμέλεια των παιδιών της.

Τα κέντρα αποκατάστασης είναι λιγοστά. Μόλις ένα μικρό ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από εθισμό λαμβάνουν θεραπεία. Ορισμένες φορές ιδιωτικές οικίες μετατρέπονται σε “κλινικές”, άλλες φορές στρατιωτικές βάσεις του ΝΑΤΟ μετατρέπονται σε κέντρα αποκατάστασης. Αυτό συμβαίνει με το στρατόπεδο Phoenix στην Καμπούλ, που μετονομάστηκε στρατόπεδο Omid, το οποίο έχει αναδιαμορφωθεί για να φιλοξενήσει 1.000 αστέγους χρήστες ναρκωτικών και να τους παράσχει κατάρτιση μαζί με αποκατάσταση. Ο διευθυντής του Omid μας υπογράμμισε ότι το εγχείρημα προσπαθεί επίσης να πετύχει μια μεταβολή στην αντίληψη για την χρήση ναρκωτικών, υποστηρίζοντας ότι ο εθισμός δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται ηθικό ζήτημα –με αποτέλεσμα οι χρήστες να αποφεύγονται- αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα υγείας.

Οι προκλήσεις στο Αφγανιστάν είναι τόσο σοβαρές όσο και άφθονες, όσο ποτέ, και κυμαίνονται από το μακροχρόνιο πρόβλημα της ευάλωτης κατάστασης του κράτους μέχρι τη νέα απειλή που θέτει το τοπικό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους, Wilayah Khorasan. Ωστόσο, αν και ο πρόεδρος Obama έχει επιβεβαιώσει ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα παραμείνουν μέχρι την λήξη της θητείας του, και το ΝΑΤΟ έχει επαναδιατυπώσει την δέσμευσή τους μέχρι το 2020, υπάρχει μια αίσθηση ότι η διεθνής κοινότητα χάνε το ενδιαφέρον της. Η κόπωση των χορηγών επηρεάζει σοβαρά τον αφγανικό πληθυσμό, από τους προβληματικούς χρήστες ναρκωτικών που αναφέρθηκαν πιο πάνω μέχρι τα 1,2 εκατ. άτομα που έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό (IDPs) οι οποίοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους λόγω της σύγκρουσης και τώρα έχουν βρεθεί στην θέση όπου στερούνται τα βασικά. Σε αυτό το πλαίσιο, κανείς δεν θα πρέπει να εκπλαγεί για το ότι εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανών προσφύγων έχουν προσπαθήσει να φθάσουν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: www.iiss.org