Πότε θα πέσει το τείχος και στην Ελλάδα;…

Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος… Μία σύντομη χιονοθύελλα σαρώνει το Βρανδεμβούργο και μετά η παγωνιά ξεσπά τη νύχτα. Ο Χάραλντ Γιέγκερ περιμένει κάτω από ένα δενδρύλλιο, στο σκοτάδι, στην έξοδο του δάσους, και δεν κάνει καμία κίνηση για να ζεσταθεί. «Δεν έχετε ξεπαγιάσει;», τον ρωτά ο οδηγός του αυτοκινήτου στο οποίο μπαίνει. «Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια», απαντά αυτός, ο παλιός αξιωματικός της Στάζι, της γνωστής μυστικής αστυνομίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Επί είκοσι πέντε χρόνια διέσχιζε το πέρασμα της Μπορνχολμεστράσε, μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου.

Εκείνη την ημέρα, την 9η Νοεμβρίου 1989, είχε αποφασίσει να μην υπακούσει στους ανώτερούς του. Έτσι, γινόταν ο πρώτος που διέταξε το άνοιγμα του συρματοπλέγματος εκείνο το παγωμένο βράδυ της πτώσεως, στη συνέχεια, του Τείχους του Βερολίνου.

Σήμερα, 26 χρόνια μετά, αυτός ο αξιωματικός της Στάζι που δεν υπάκουσε τότε στις εντολές δηλώνει: «Ήταν η καλύτερη και η χειρότερη βραδιά της ζωής μου. Η χειρότερη γιατί κατάλαβα ότι ήταν το τέλος του κόσμου όπως εγώ τον είχα γνωρίσει και η καλύτερη γιατί ο κόσμος μοιράστηκε μαζί μας μιαν ανείπωτη χαρά. Μας φιλούσε, μας χάριζε δώρα, μας πρόσφερε ζεκτ (σ.σ. τον γνωστό γερμανικό αφρώδη οίνο). Ωστόσο, προσωπικά πέρασα στη Δυτική Γερμανία στις 16 Ιανουαρίου 1990.

Προσλήφθηκα σε μιαν αλυσίδα σούπερ μάρκετ και σήμερα είμαι συνταξιούχος, με σύνταξη 800 ευρώ τον μήνα. Παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα σε οικογένεια κομμουνιστών, το καθεστώς αυτό το απεχθάνομαι. Επί τριάντα χρόνια ήμουν μία από τις μαριονέτες του, χωρίς κανένα δικαίωμα να έχω γνώμη. Έπρεπε να υπακούω τυφλά στις διαταγές και αυτό ήταν όλο. Η γυναίκα μου και εγώ δεν προσφέραμε τίποτα στην κοινωνία.Αντιθέτως, της κοστίζαμε χρήμα και ήμασταν υποχρεωμένοι να κλείνουμε τα μάτια μας και τ’ αυτιά μας μπροστά στη βία και στη διαφθορά του καθεστώτος… Έτσι, άνοιξα πρώτος τον δρόμο γιατί αισθανόμουνα ότι, αν δεν το έκανα, θα ακολουθούσε λουτρό αίματος…».

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Τόμας Αχμπ, συγγραφέας του βιβλίου-λογοπαίγνιο με τίτλο Οσταλγία, υποστηρίζει από την πλευρά του ότι τόσο στη Γερμανία όσο και εκτός αυτής, το Τείχος υπάρχει πάντα -αλλά στα κεφάλια. Έτσι, στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, παρά την ενοποίηση που σήμερα είναι αποδεκτή από το 90% των Ανατολικογερμανών, υπάρχει ένα 10% που θα ήθελε επιστροφή στο παλαιό καθεστώς, κυρίως για λόγους ταυτότητος.

«Τους ενοχλεί ότι η ενοποίηση έγινε με μεγάλη ταχύτητα και δεν μπορούν ακόμα να καταλάβουν ποια είναι η κληρονομιά τους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό ψυχολογικής αυτοάμυνας, ένα μέσο για τους Ανατολικογερμανούς να αποχαιρετήσουν την παλαιά ζωή τους», τονίζει.

Επίσης, μία μερίδα των Ανατολικογερμανών έχει ακόμα και σήμερα δυσκολίες να προσαρμοστεί στο γερμανικό σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, με τις πολλαπλές κοινωνικές πτυχές του, και δεν μπορεί να καταλάβει πώς λειτουργούν οι δημοκρατικοί μηχανισμοί. Βεβαίως, μεγάλο ρόλο παίζει και η ηλικία. Υπό αυτή την έννοια, όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1949 και 1956 γνώρισαν την τότε «σοσιαλιστική ευημερία» και διατηρούν μία καλύτερη εικόνα για τη χώρα τους.

Αντιθέτως, οι γεννηθέντες τη δεκαετία του ’60 δεν βρήκαν μπροστά τους παρά καταπίεση και πλήρη εξουδετέρωση της προσωπικότητάς τους. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, στις συμπεριφορές των Ανατολικογερμανών -ιδιαίτερα δε των εξηντάρηδων και πάνω– το παρελθόν δεν έχει σβήσει. Ίσως δε το γεγονός αυτό να εξηγεί αρκετές από τις διαφορές που παρατηρεί κανείς μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, στην ουσία, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η συνακόλουθη κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη είναι, για πολλούς ανθρώπους του πνεύματος, και η αρχή του 21ου αιώνα. Και ίσως να μην έχουν άδικο.

Ο 20ός αιώνας γέννησε δύο μεγάλες ολοκληρωτικές ιδεολογίες: τον φασισμό και τον κομμουνισμό. Και οι δύο ήταν αντιθρησκευτικές -αλλά και οι δύο ήταν επίσης κοσμικά υποκατάστατα της θρησκείας. Θεσπίζοντας ειδικές μορφές πίστης και λατρείας, επιχείρησαν να μεταβιβάσουν την υπερβατικότητα που ενσαρκώνει ο Θεός σε μία ενυπάρχουσα απόλυτη αλήθεια, εγγεγραμμένη στην Ιστορία, στην πρώτη περίπτωση στο όνομα μιας φυλής και στη δεύτερη περίπτωση στο όνομα μιας κοινωνικής τάξης.

Επέβαλαν δόγματα, προσπάθησαν να εξοντώσουν τους μυθικούς εχθρούς. Απαίτησαν από τους οπαδούς τους ολοκληρωτική δέσμευση, απόλυτη πειθαρχία, αυταπάρνηση και μορφές αφοσιώσεως που παρέπεμπαν σε παρωχημένες μεθόδους και συμπεριφορές των θρησκειών της Δύσης. Έτσι, οι μεγάλες σταλινικές δίκες αποκαθιστούσαν -μέσα από τη λογική της ομολογίας και της μετάνοιας, που βαφτίστηκε «αυτοκριτική»- τον παράξενο δεσμό ο οποίος, στις δίκες της Ιεράς Εξετάσεως, ένωνε τα θύματα και τους δικαστές υπό το κράτος μίας κοινής πίστης.

Αυτές οι δύο μεγάλες ολοκληρωτικές ιδεολογίες, οι οποίες σήμερα είναι σχεδόν νεκρές, διατύπωσαν μανιχαϊστικά δόγματα και βεβαιότητες που κατέλυσαν την ατομικότητα, κινητοποίησαν εκατομμύρια ανθρώπους και προκάλεσαν ιστορικές καταστροφές, αλλά και πάθη -τα οποία κάποιοι νοσταλγοί του παρελθόντος αντιπαραθέτουν στη σημερινή κοινότοπη ζωή.

Δυστυχώς δε, οι τελευταίοι στη χώρα μας είναι υπεράριθμοι. Γι’ αυτό αναρωτιόμαστε: στην Ελλάδα, το Τείχος έπεσε ποτέ; Και, για να γίνουμε πιο σαφείς, πληροφορήθηκε κανείς τα συμβάντα;

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος – euro2day.gr