Η προστασία του περιβάλλοντος πλήττει την επενδυτική εμπιστοσύνη;…

Ιωαννης Παπαδοπουλος…Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε το νέο, πριν από λίγες μέρες, ότι η καναδέζικη εταιρεία TransCanada άσκησε αγωγή αποζημίωσης 15 δις δολαρίων κατά της αμερικανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την ακύρωση του project του αγωγού πετρελαίου Keystone XL απ’ τον Πρόεδρο Ομπάμα. Ο αγωγός αυτός, ο οποίος θα μετέφερε πετρέλαιο από πισσώδεις άμμους στον Καναδά προς τις ακτές των ΗΠΑ, θεωρήθηκε ιδιαιτέρως επιβλαβής για το περιβάλλον λόγω των αυξημένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την «βρώμικη» μέθοδο εξόρυξης που χρησιμοποιείται γι’ αυτήν την πηγή ενέργειας. Ο Μπαράκ Ομπάμα, ένας από τους πιο συνειδητοποιημένους Αμερικανούς προέδρους σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας, άσκησε απλώς το συνταγματικό δικαίωμα της εκτελεστικής εξουσίας στις ΗΠΑ να λαμβάνει ρυθμιστικά μέτρα χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ποιο θα μπορούσε να είναι το πρόβλημα;
Η απάντηση βρίσκεται στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου των χωρών της Βόρειας Αμερικής NAFTA: εκεί βρίσκεται και ένας μηχανισμός διακανονισμού διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών γνωστός ως «investor-state dispute settlement» (ISDS), ο οποίος επιτρέπει στους επενδυτές να ασκούν ένδικα βοηθήματα όταν θεωρούν ότι προσβάλλονται τα επενδυτικά τους δικαιώματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η TransCanada έκανε αγωγή γιατί θεώρησε την ματαίωση του σχεδίου ως «αυθαίρετη και αδικαιολόγητη» λόγω του πλήγματος στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του επενδυτή ότι το αρχικό σχέδιο θα προχωρούσε ομαλά. Το γεγονός ότι οι δεσμεύσεις που έχουν λάβει οι ΗΠΑ έναντι της διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής δικαιολογούσε επιστημονικά και πολιτικά αυτήν την απόφαση του Προέδρου δεν απασχολεί, φυσικά, ουδόλως την εταιρεία, η οποία θεωρεί ότι έχει πέσει θύμα «έμμεσης απαλλοτρίωσης». Παρόλο που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει ακόμα χάσει καμία τέτοια υπόθεση, οι Αμερικανοί αναλυτές θεωρούν ότι τώρα αυτό μπορεί να συμβεί.
Το ανησυχητικό για τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι ότι η διεθνής συμφωνία ΕΕ-Καναδά γνωστή ως «Comprehensive Economic and Trade Agreement » (CETA), η οποία είναι πια σχεδόν ολοκληρωμένη, περιέχει παρόμοιες διατάξεις για την προστασία των διεθνών επενδύσεων με αυτές της συμφωνίας NAFTA. Και ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ-ΗΠΑ γνωστή ως «Transatlantic Trade and Investment Partnership» (TTIP) περιέχει και αυτή παρόμοιες διατάξεις, παρόλο που η Επίτροπος Εμπορίου Μαργκό Βάλστρομ αντικατέστησε, κατόπιν πολιτικής πιέσεως από κυβερνήσεις και ΜΚΟ, τον μηχανισμό ISDS με ένα διεθνές επενδυτικό δικαστήριο ονόματι «Investment Court System» (ICS). Αν ένα τέτοιο αίτημα από πολυεθνική εταιρεία ερχόταν πρώτα ενώπιον ενός δικαστηρίου οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας, αυτό θα εφάρμοζε την παραδοσιακή νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ γνωστή ως «Cassis de Dijon» και δε θα δεχόταν την αλλοίωση ή και την πλήρη παράκαμψη της ρυθμιστικής εξουσίας των κρατών μπροστά στην ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης των επενδυτών ως «άυλο αγαθό». Όμως το πρόβλημα είναι ότι τόσο η CETA όσο και το ICS θα επιτρέπουν ρητά στους επενδυτές να παρακάμπτουν τα εγχώρια δικαστήρια και να προσφεύγουν απευθείας στο Διεθνές Επενδυτικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρκετά προφανές ότι δε θα κινείται με τους ίδιους ακριβώς γνώμονες των κοινών δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, το Διεθνές Επενδυτικό Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία να επιδικάζει αποζημιώσεις που θα «αντιστοιχούν στη δίκαιη αξία της αγοράς (fair market value) της απαλλοτριωθείσας [με ρυθμιστικά μέσα] επένδυσης αμέσως πριν λάβει χώρα η απαλλοτρίωση», μη λαμβάνοντας έτσι σε κάθε περίπτωση υπόψη την ικανότητα των κυβερνήσεων να καταβάλουν αποζημίωση ή τον τυχόν αδικαιολόγητο πλουτισμό των επενδυτών, δηλαδή τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους χωρίς έγκυρη νομική βάση.
Ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός ούτε ασήμαντος είναι ούτε μια πολυτέλεια σε καιρό κρίσης. Τουναντίον, είναι ένα ζωτικό σημείο αναφοράς όλων των Ευρωπαίων, πολιτών και επιχειρήσεων, στην προσπάθειά τους να οικοδομήσουν ένα μοντέλο ανάπτυξης που να βασίζεται στην οικονομία της γνώσης και στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αντί της διαρκούς υποτίμησης κοινωνικών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων. Εμείς οι Ευρωπαίοι απαιτούμε τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας για τα κοινά μας αγαθά, αυτά που μας κάνουν Ευρωπαίους και όχι π.χ. Αμερικανούς ή Κινέζους.  makthes.gr