Προβλέποντας την οικονομική υγεία της Ρωσίας…

Του Andrey Movchan, αναλυτή του Moscow Carnegie Center… Καθώς η ρωσική οικονομία μπαίνει σε μια νέα περίοδο αναταραχής, όλο και περισσότεροι Ρώσοι πολίτες δεν ενδιαφέρονται και τόσο για θεωρίες επιστημονικής φαντασίας και περίεργα οικονομικά στοιχεία. Θέλουν σύντομες, ποιοτικές απαντήσεις στις απλές ερωτήσεις τους σχετικά με το τι έχει συμβεί και τι επιφυλάσσει το μέλλον.

Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι εάν η ρωσική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με επικείμενη κατάρρευση, στο οποίο η απάντηση είναι “όχι ακόμη”. Αλλά σε τρία-τέσσερα χρόνια, η απειλή αυτού θα είναι πολύ πιο σοβαρή.

Σε αρκετά προσεχή άρθρα, θα προσπαθήσω να δώσω απάντηση σε μερικές από αυτές τις “συχνές ερωτήσεις” για τις τάσεις της ρωσικής οικονομίας. Ορισμένες από αυτές, δεν έχουν απλές απαντήσεις. Δεν έχει πολύ νόημα να ρωτήσω πόσο θα κοστίσει κάτι (ή θα αυξηθεί ή θα μειωθεί), καθώς τυχαίοι και άγνωστοι παράγοντες θα επηρεάσουν την αξία των assets, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις τιμές αναχρηματοδότησης πολύ περισσότερο από ό,τι μπορούμε να προβλέψουμε. Αλλά μπορούμε τουλάχιστον να προσδιορίσουμε αυτούς τους παράγοντες και να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε την σφαίρα των δυνατοτήτων.

Υπάρχουν δύο ακόμη θέματα. Πρώτον, οι απαντήσεις βασίζονται στην τρέχουσα κατάσταση και στα διαθέσιμα στοιχεία, και ίσως να μην έχουμε επαρκείς πληροφορίες για να αξιολογήσουμε την κατάσταση καθώς αυτή αλλάζει.

Δεύτερον, ως επί το πλείστον, η οικονομική αλλαγή δεν καθοδηγείται από οργανικές μετατοπίσεις στην προσφορά και στη ζήτηση. Αντιθέτως, η πολιτική καθορίζεται από τις προσωπικές ή συλλογικές αποφάσεις των φορέων χάραξης πολιτικής που δεν είναι πάντα λογικοί και συνήθως είναι ανίκανοι. Προωθούν τα συμφέροντα της φυλής και των κομμάτων τους, ή τα δικά τους συμφέροντα, που δεν έχουν πολλή σχέση με τις ανάγκες της διατήρησης μιας ισορροπημένης οικονομίας.

Τι ήταν η βασική ιστορία της ρωσικής οικονομίας στον 21ο αιώνα, από τη στιγμή που ο Vladimir Putin έγινε πρόεδρος το 2000; Μπορούμε να πούμε πως για την τελευταία μιάμιση δεκαετία, έχει βιώσει δύο γνωστά φαινόμενα που δεν είναι μοναδικά για την Ρωσία: έναν κλασικό κύκλο πόρων και την “ολλανδική ασθένεια”, στην οποία η υπερβολική εξάρτηση από ενεργειακές εξαγωγές πλήττει την οικονομία στο σύνολό της.

Η ραγδαία πτώση των τιμών του πετρελαίου στην αρχή του αιώνα, αύξησε δραματικά τα κρατικά έσοδα και απάλλαξε την κυβέρνηση από την απαίτηση να διευρύνει την φορολογική της βάση. Επιπλέον, επειδή το κυβερνών καθεστώς ήλεγχε τα πετρελαϊκά έσοδα, ήταν σε θέση να παγιώσει τον έλεγχό του στον ενεργειακό και τραπεζικό κλάδο και ως εκ τούτου, σε ολόκληρη την οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Αυτό εμπόδισε την ανάπτυξη των επιχειρήσεων εκτός πετρελαίου και κατέστησε την λήψη δημοσιονομικών και οικονομικών αποφάσεων, πολύ λιγότερο αποτελεσματική.

Μέχρι το 2008, τα έσοδα από την εξαγωγή υδρογονάνθρακα αντιστοιχούσαν ουσιαστικά στο 65%-70% του ρωσικού προϋπολογισμού, άμεσα ή έμμεσα, αλλά υπήρχε ένας στενός συσχετισμός του 90%-95% μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης του ΑΕΠ, των εσόδων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και των αποθεματικών από τη μια πλευρά, και των μεταβολών των πετρελαϊκών τιμών από την άλλη -απόδειξη της πολύ πιο στενής σχέσης μεταξύ της ροής των μετρητών που δημιουργούνται από τις πετρελαϊκές εξαγωγές και την οικονομική ζωή στη χώρα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η μαζική εισροή πετροδολαρίων αλλοίωσε σημαντικά την ισοτιμία του ρουβλίου στην αγορά, η οποία στις στιγμές της κορύφωσης υπερέβη την προσαρμοσμένη με τον πληθωρισμό ισοτιμία κατά περισσότερο από 35%.

Μαζί με όλα αυτά, τρεις αρνητικοί παράγοντες επηρέασαν την οικονομική εξέλιξη της Ρωσίας:

1. Στην προσπάθεια του να ελέγξει τις οικονομικές ροές, το καθεστώς σκοπίμως κατέστησε το επενδυτικό κλίμα χειρότερο, αρνούμενο να προστατεύσει τα δικαιώματα επενδυτών και επιχειρηματιών. Αυτό οδήγησε σε μία πτώση των επενδύσεων, σε περαιτέρω στρέβλωση των ισοτιμιών, σε χαμηλότερη επιχειρηματική δραστηριότητα, και σε ολοένα και περισσότερες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και σε κεφάλαιο. Η φυγή κεφαλαίων αντιστοιχούσε σε περισσότερα από 1 τρισ. δολάρια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και ορισμένοι από τους καλύτερους επιχειρηματίες και επαγγελματίες, εγκατέλειψαν την χώρα.

2. Η κατάθεση επιπλέον κερδών στα αποθεματικά, παράλληλα με τον εκτεταμένο δανεισμό στις διεθνείς αγορές με σημαντικό spread, οδήγησε σε μια δυσανάλογη αύξηση της τιμής του κεφαλαίου του χρέους, καθιστώντας έτσι τις επενδύσεις ακόμη λιγότερο ελκυστικές και αποτρέποντας την ανάπτυξη των ευαίσθητων σε κεφάλαιο και βραδείας ανάπτυξης, κλάδων της οικονομίας.

3. Το υπερτιμημένο ρούβλι κι οι πολιτικής της λαϊκιστικής κυβέρνησης των μη δικαιολογημένων αυξήσεων μισθών και των υψηλότερων φόρων, αύξησαν δραστικά το κόστος παραγωγής, καθιστώντας την εγχώρια παραγωγή μια χαμένη πρόταση.

Στο τέλος, όλοι οι κλάδοι της ρωσικής οικονομίας υπέστησαν πλήγμα. Ο μεταποιητικός τομέας δεν έγινε ποτέ ανταγωνιστικός, παρά τα συνολικά υψηλότερα έσοδα που τροφοδοτήθηκαν από τις εξαγωγές υδρογονάνθρακα και την μεγαλύτερη του αναμενόμενου αύξηση της κατανάλωσης. Η εξόρυξη υδρογονάνθρακα αντιστοιχεί μέχρι και στο 20% του ρωσικού ΑΕΠ. Με βάση τα τελευταία επαληθευμένα στοιχεία, άλλο ένα 29% προέρχεται από το εμπόριο. Αυτός είναι ένα δυσανάλογα υψηλός αριθμός που ενισχύεται από την τεράστια εισροή πετροδολαρίων, ένας αριθμός που υπερβαίνει εις διπλούν τον μέσο όρο των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών.

Η εγχώρια αγορά ενέργειας και οι υποδομές, αποτελούν ένα ακόμη 15% του ΑΕΠ. Τα δημόσια projects αντιστοιχούν σε ένα ακόμη 15%, ενώ οι τράπεζες περίπου 10%, που σημαίνει ότι όχι περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της χώρας προέρχεται από τον ανεξάρτητο τομέα των υπηρεσιών και την παραγωγή.

Στην κορυφή αυτού, έχει έρθει μια παράλογη κοινωνική πολιτική. Τα προσωπικά εισοδήματα έχουν υπερβεί την αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και όταν λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας πετρέλαιο. Ο δημόσιος τομέας απασχολεί το 30% του εργατικού δυναμικού άμεσα και άλλο 8% έμμεσα, ως εκ τούτου επωμίζεται ένα υπερβολικό φορτίο. Οι απρόθυμες και αναποφάσιστες κυβερνητικές πολιτικές έχουν οδηγήσει στην αποτυχία των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων. Ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός υπερφορτώθηκε περαιτέρω από φιλόδοξα αλλά αναποτελεσματικά projects και έχει φουσκώσει τις αμυντικές δαπάνες και τις δαπάνες για την άμυνα. Τέλος, η μαζική διαφθορά έβγαλε τις δαπάνες του προϋπολογισμού εκτός ελέγχου.

Ως αποτέλεσμα αυτών, και καθώς οι πετρελαϊκές τιμές υποχώρησαν, η Ρωσία έχει κολλήσει με μια μη διαφοροποιημένη, ημί-μονοπωλιακή οικονομία που στερείται των παραγόντων και των πόρων για την τόνωση της ανάπτυξης.

Επομένως, πρόκειται η Ρωσία να βιώσει μια οικονομική κατάρρευση; Όχι, όχι ακόμη. Η χώρα έχει συσσωρεύσει άφθονα αποθεματικά στα χρόνια των υψηλών πετρελαϊκών τιμών. Τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος είναι τρεις φορές υψηλότερα από τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών. Οι επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει επαρκή πάγια κεφάλαια. Οι άνθρωποι έχουν περισσότερα από 250 δισ. δολάρια σε τραπεζικές αποταμιεύσεις και ίσως όχι λιγότερα σε μετρητά. Ο Μέσος χώρος κατά κεφαλή στέγασης έχει υπερδιπλασιαστεί. Τα ρωσικά σπίτια είναι καλά εφοδιασμένα με διαρκή καταναλωτικά αγαθά.

Ασφαλώς, υπάρχει μια άνευ προηγουμένου πτώση στα έσοδα των νοικοκυριών, αλλά ακόμη και με τις τιμές του πετρελαίου να κυμαίνονται γύρω στα 35 δολάρια το βαρέλι, μας φέρνει πίσω στα σχετικά σταθερά επίπεδα -αν και όχι τόσο εύπορα- του 2004-2005. Οι λιγότερο αισιόδοξες προβλέψεις για για το κατά κεφαλή ΑΕΠ το 2016 -περίπου 7.500 δολάρια- τοποθετούν την Ρωσία κοντά στην 70η θεση στην παγκόσμια κατάταξη, ακριβώς δίπλα με το Τουρκμενιστάν και λίγο χαμηλότερα από την Κίνα.

Τα στοιχεία για την ΡΡΡ (ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) θα διαμορφώνονται κοντά στις 13.000-14.000, κάτι που τοποθετεί την Ρωσία χαμηλότερα της 80ης θέσης, μαζί με την Αλγερία, την Δομινικανή Δημοκρατία, την Ταϋλάνδη, την Κολομβία, τη Σερβία και τη Νότια Αφρική. Ενώ αυτοί οι δείκτες είναι αρκετά μέτριοι, κάθε άλλο παρά καταστροφικοί είναι. Λαϊκές εξεγέρσεις είναι  πιο πιθανό να ξεκινήσουν σε χώρες με ονομαστικό κατά κεφαλή ΑΕΠ χαμηλότερο των 6.000 δολαρίων και ΑΕΠ (ΡΡΡ) των 9.000-10.000.

Εν κατακλειδι, εάν η σημερινή κατάσταση επιμείνει -εάν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν χαμηλότερα των 35 δολαρίων το βαρέλι και δεν υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις- η Ρωσία μπορεί να εξορκίσει μία μεγάλης κλίμακας οικονομική κρίση για τουλάχιστον τρία ακόμη χρόνια. Ωστόσο, υποθέτουμε ότι δεν θα συμβεί κανένα μεγάλο απροσδόκητο γεγονός, όπως μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Σε περαιτέρω άρθρα, θα εστιάσω συγκεκριμένα στο από που θα μπορούσαν να προέλθουν τέτοια γεγονότα.

capital.gr