Η δική τους ματιά: Η Ρωσία μάχεται για την ίδια την ψυχή της συγχρονης κοινωνίας…

Η Αμερική έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στο Ιράκ και τη Συρία, κάτι που η Ρωσία είναι αποφασισμένη να αλλάξει.

Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστηρίζει ότι μια βιώσιμη πολιτική λύση απαιτεί την αποχώρηση του Άσαντ, αλλά αντιμετωπίζει την ρωσική στρατιωτική ανάμειξη, τα ιρανικά στρατεύματα, τις μονάδες της Χεζμπολά, ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών, και τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια μπερδεμένη κατάσταση που φαίνεται πως δεν μπορούν να λύσουν μόνοι τους. Λόγω αυτών των φαινομενικά αμετάβλητων γεγονότων, ακούγονται όλο και συχνότερα φωνές που ζητούν από τις ΗΠΑ να αφήσουν ουσιαστικά το «χάος της Συρίας» στους Ρώσους και ας γίνει ένα de facto «Αφγανιστάν 2». Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει ότι αυτές οι αναλύσεις είναι άστοχες και λανθασμένες.

Η λογική αυτής της πλευράς στηρίζεται στην ανέφικτη συνεννόηση τόσων ορκισμένων εχθρών που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των συνομιλιών «πλήρους φάσματος». Υπάρχει και ο παράγοντας της realpolitik που προτείνει οι ΗΠΑ να κάνουν πίσω και να «απολαύσουν» τη Ρωσία να παρασύρεται σε μια σύγκρουση που θα μπορούσε να είναι και η μόνη πραγματική ευκαιρία να αποδυναμωθεί σημαντικά ο Πούτιν.

Οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις συνήθως εμπλέκονται σε συγκρούσεις άλλων κρατών υπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα και αυτό δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Οι μακιαβελικές στρατηγικές που συχνά έχουν ξεδιπλωθεί από δυτικούς αναλυτές και αφορούν τη Μέση Ανατολή και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, συνδυάζονται αφελώς με την ελπίδα για την ενίσχυση της δημοκρατίας και των ελευθεριών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Κατά συνέπεια, δεν γίνεται να κάνει πίσω η Αμερική και να αφήσει τη Ρωσία να κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά, ελπίζοντας στην αποδυνάμωσή της, ενώ ο Ομπάμα θα μιλά για τη δημοκρατία της Συρίας. Το μόνο που θα πετύχουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον διπλωματικής ανειλικρίνειας που θα κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά μακροπρόθεσμα στην αμερικανική νομιμοποίηση σε σχέση με τα πιθανά πλεονεκτήματα μιας Ρωσικής «αποδυνάμωσης». Στην ουσία, η Ρωσία θα ανταμειφθεί για την προσπάθεια που κατέβαλε ενώ η Αμερική και η ΕΕ θα φαίνονται μάλλον δειλοί και χειραγωγημένοι.

Τα πλέον σοβαρά στρατηγικά σφάλματα είναι άλλα. Η παρομοίωση με το τέλμα των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν χάνει ένα πολύ στοιχειώδες σημείο: η Ρωσία δεν βρίσκεται στη Συρία για να προσφέρει «ελευθερία και δημοκρατία» στον λαό της Συρίας. Αντίθετα, θέλει απλά να επιστρέψει την περιοχή σε ένα αναγνωρισμένο στάτους κβο και ταυτόχρονα η δυναμική του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στα νότια της Ρωσίας να μειωθεί σημαντικά. Έτσι, δεν είναι περίεργο που οι ρωσικές αεροπορικές επιδρομές στοχεύουν εκτός από τις θέσεις του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) και θέσεις ανταρτών. Το βασικό στοιχείο της εξωτερικής της πολιτικής αναφορικά με τη Συρία είναι ο «πόλεμος εναντίον των τρομοκρατών». Η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται για την στάσιμη «Αραβική Άνοιξη», όπως και για τη διατήρηση του Άσαντ στην εξουσία. Αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει, είναι το επόμενο καθεστώς να δεσμευθεί στην αντιμετώπιση των ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων, όπως ακριβώς έκανε και ο Άσαντ.

Αυτό ήταν ένα κεντρικό σημείο για τη Ρωσία από τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης και δεν ένοιωθε καθόλου άνετα με το γεγονός πως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν γνώριζαν τη σύνθεση των «επαναστατικών ομάδων» που απερίσκεπτα χρηματοδοτούσαν και εξόπλιζαν και την πιθανότητα να αντικατασταθούν ή να αφομοιωθούν από ριζοσπάστες ισλαμιστές. Δεδομένου ότι η άνοδος του ΙΚ στην περιοχή, τουλάχιστον εν μέρει, αποδίδεται στη λανθασμένη αμερικανική στρατηγική στο Ιράκ και τη Συρία, ο ρωσικός σκεπτικισμός δεν μπορεί να απορριφθεί τόσο εύκολα. Υπό αυτές τις συνθήκες πολιτικού χάους, η υποστήριξη ενός αυταρχικού καθεστώτος –όπως αυτό του Άσαντ, ήταν μια προτιμότερη επιλογή από την φαντασίωση ενός συνονθυλεύματος ανταρτών και τζιχαντιστών που ονειρεύονται την ίδρυση ενός Χαλιφάτου.

Αυτή είναι η παράξενη πραγματικότητα που δεν κατανοεί η Δύση: Το πάθος της Ρωσίας για την εξάλειψη των τζιχαντιστών είναι τόσο ένθερμο, όσο οι αμερικανική εμμονή για την προώθηση της δημοκρατίας. Έτσι, δεν υπάρχει πραγματικά μια ρωσική στρατηγική στη Συρία που αντικατοπτρίζει την αμερικανική. Η Ρωσία θέλει απλώς μια επιστροφή στο προηγούμενο status quo, όπου είχε στενούς δεσμούς με τις περιφερειακές δυνάμεις και τις έδιναν τη δυνατότητα να εξαλείψει τους τζιχαντιστές που θεωρεί ως απειλή. Επίσης θέλει να βεβαιωθεί πως τα ευρύτερα συμφέροντά της στην περιοχή παραμένουν άθικτα και δεν υπάρχουν ομάδες τζιχαντιστών που έχουν τη δυνατότητα να εξαπλωθούν πέρα από την περιοχή και να επιτίθενται στο έδαφός της.

Αν η Αμερική είχε to «σύνδρομο του Βιετνάμ», η Ρωσία είχε το δικό της «σύνδρομο της Τσετσενίας» και συνέδεε μια ευθεία γραμμή μεταξύ των πολέμων της Τσετσενίας της δεκαετίας του 1990 έως την 11/9, τις επιθέσεις στη Μαδρίτη, την ανατίναξη του αεροσκάφους στο Σινά, έως τις επιθέσεις στην Βηρυτό, το Παρίσι και την Κένυα. Για τη Ρωσία αυτός ήταν πάντα ένας αγώνας ζωής και θανάτου ενάντια στους ζηλωτές, ενώ πάντα υποστήριζε πως πρέπει να αντιμετωπιστεί από όλες τις πλευρές και όλες τις χώρες, είτε είναι σύμμαχοι ή αντίπαλοι. Γι’ αυτό είναι εντελώς απογοητευμένοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που αρνούνται μια πραγματική αντιτρομοκρατική συνεργασία.

Η σύγκρουση στη Συρία είναι μια μάχη μέχρι θανάτου για τους Ρώσους και είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν προκειμένου να αποτρέψουν μελλοντικές τραγωδίες όπως αυτές στο Παρίσι, από το να συμβούν στη Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη. Για τη Ρωσία αυτή δεν είναι μια μάχη για την πολιτική ή τις οικονομικές αγορές, αλλά ένας πόλεμος για την ίδια την ψυχή της σύγχρονης κοινωνίας.

Η Συρία δεν είναι το «Αφγανιστάν 2». Η Ρωσία δεν προσπαθεί να διεκδικήσει ιδεολογικά τη χώρα. Οι στόχοι της στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο εφικτοί και ευθυγραμμίζονται με αυτό που επιθυμούν οι περισσότεροι στη Δύση.

Δεν χρειαζόμαστε κατ ‘ανάγκη μια «τέλεια πολιτική λύση» που συχνά αποτελεί έναν μη ρεαλιστικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής, στον οποίο αυτοπαγιδεύεται η Αμερική. Μια «νίκη» για τη Ρωσία θα ήταν ένα καθεστώς –σχετικά φιλικό προς τα συμφέροντά της, που θα συνεχίζει να έχει τη βούληση για την εξάλειψη των τζιχαντιστών. Στη ρωσική διπλωματική νοοτροπία αυτό είναι σημαντικό, γιατί αφενός σημαίνει πως παραμένουν σημαντικοί στην παγκόσμια σκηνή, αφετέρου χρειάζεται να ανησυχούν λιγότερο για τυχόν μελλοντικές ισλαμιστικές εξεγέρσεις στις μεγάλες πόλεις της.

Τέλος, το λάθος του δυτικού κόσμου τις τελευταίες δυο δεκαετίες, είναι η χάραξη πολιτισμικών γραμμών με βάση την γεωγραφία, την πολιτική ιδεολογία, τις σχέσεις κράτους/ θρησκείας, ακόμα και με βάση οικονομικές στρατηγικές. Οι γραμμές αυτές επέτρεψαν στον κόσμο να διαιρείται σε όλο και μικρότερα στρατόπεδα, καθιστώντας τις χαμηλότερες τάξεις των κοινωνιών ευκολότερα επιρρεπής σε εξτρεμιστικές ιδεολογίες και στη φρίκη.

Σε αυτή τη μάχη η Ρωσία θεωρεί ότι δεν πρέπει να προβληθεί ως η μάχη της Δύσης έναντι των υπολοίπων, ο παγκόσμιος βορράς έναντι του νότου κλπ, αλλά για τη μάχη του σύγχρονου κόσμου έναντι των ζηλωτών. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν αυτή την πραγματικότητα οι δυτικοί ηγέτες και να παραμερίσουν τα τεχνητά όρια που έχουν αυτοεπιβάλλει στις χώρες τους, θα είναι διαρκώς εκτεθειμένοι απέναντι σε έναν εχθρό που ριζοσπαστικοποιείται. Σκηνές όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα στη Γαλλία, τον Λίβανο και την Κένυα θα συνεχιστούν. Το μέλλον αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται φωτεινό: ήδη δύο εβδομάδες μετά τις επιθέσεις του Παρισιού και την αυξημένη πίεση στους παγκόσμιους ηγέτες να εξετάσουν τρόπους συνεργασίας για την καταπολέμηση των τρομοκρατών, η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό τζετ, το οποίο όπως ισχυρίστηκε «δεν ανταποκρίθηκε στις προειδοποιήσεις που έλαβε για την παραβίαση του τουρκικού εναέριου χώρου». Περιστατικά σαν αυτό, σημαίνουν ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν παίρνει την απειλή των ζηλωτών τόσο σοβαρά όσο θα έπρεπε. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο ιδιότυπος Παγκόσμιος Πόλεμος θα συνεχίσει να χάνεται…

Dr. Matthew Crosston

Senior Editor, Caspian Project Director

Matthew Crosston is Professor of Political Science, Director of the International Security and Intelligence Studies Program, and the Miller Chair at Bellevue University

presscode.gr