Δύο Μαρξ συγκατοικούν εδώ και χρόνια μέσα στο κεφάλι μου. Από τη μια μεριά, στρογγυλοκάθεται ο θείος Κάρολος –αυστηρός, άτεγκτος και αγέλαστος, όλα γι’ αυτόν είναι οικονομία: αριθμοί, τάξεις και στρώματα, αξίες και υπεραξίες, αγαθά και υπηρεσίες, μέσα και σκοποί, βάσεις και εποικοδομήματα.

Γερμανός ώς το κόκαλο, λατρεύει τη ρουτίνα και την πειθαρχία, αποκηρύσσει το εγγενές χάος και τη φυσική εντροπία, θέλει να τακτοποιήσει τα πάντα: όλα συνδέονται στο μυαλό του γραμμικά, ο ορθολογισμός του σπάει κόκαλα, τίποτε δεν αφήνει στην τύχη.

Είναι δαιμόνιος, θέλει να ελέγχει τα πάντα, ο κόσμος είναι γι’ αυτόν ένα πολιτικό εργαστήρι με κλειστά παράθυρα: δύσκολος τύπος -άμα μουλαρώσει, κλείνεται στα γραφτά του και τις σκέψεις του και δεν του παίρνεις κουβέντα για μέρες.

Αλλά όταν μιλά, τα πάντα είναι λογικά και ευθυγραμμισμένα, σαν στρατιωτάκια σε παρέλαση, και δεν περισσεύει ούτε μια λέξη.

Ευτυχώς για μένα και τους γύρω μου, δίπλα στο σαλόνι του μουσάτου Μαρξ έχει στήσει το τσαντίρι του ο Γκράουτσο –ναι, ο πολυλογάς μουστάκιας από τη γνωστή κωμική τετράδα των Αδελφών Μαρξ της δεκαετίας του ‘30.

Αυτός, που λέτε, δεν παίζεται με τίποτα: πάνω που το πράγμα σοβαρεύει, πάνω που ο Κάρολος παίρνει το ύφος το βαρύ κι αρχίζει να εκτοξεύει τις θεωρίες του εναντίον δικαίων και αδίκων, να σου πετάγεται από μια γωνία αυτός ο υπέροχος, αναρχικός φασουλής, να τα κάνει όλα μπάχαλο με μια εξυπνάδα, ένα port-manteau, ένα λογοπαίγνιο της στιγμής, συνάμα άχρηστο και μεγαλειώδες.

Ο Γκράουτσο, ο δικός μου Γκράουτσο, είναι μια δίποδη αντίφαση.

Φοράει σμόκιν και παπιόν, καπνίζει πούρα και φλερτάρει με την άρχουσα τάξη, αλλά είναι αλήτης στην ψυχή: σιχαίνεται τις κοινωνικές συμβάσεις και τις καθώς πρέπει αστικές φιοριτούρες, δεν δίνει φράγκο για τους καθωσπρεπισμούς και τα υποκριτικά χαμόγελα –ζει για τη χαρά της ατάκας, για να ξεφτιλίζει τους εξουσιαστές και να κοροϊδεύει τους πλούσιους, για να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται.

Κομπιναδόρος και παμπόνηρος, λαϊκός, παιδί της πιάτσας, στήνει συνέχεια «μηχανές» για να ξαλαφρώνει τους έχοντες, που τον περνάνε για δικό τους: σκληρός κι αναίσθητος απέναντι στους δυνατούς, λιώνει σαν βούτυρο μπροστά στο κλάμα των αδύνατων, και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τα παίξει όλα για όλα για να διορθώσει μια αδικία.

Αυτές είναι οι αρχές του –κι άμα δεν σας αρέσουν, έχει κι άλλες! Γιατί, όπως έλεγε η συνάδελφος του comedienne –και μεγάλη κακίστρα- Λίλι Τόμλιν, όσο κυνικός και να γίνει κανείς, πάντα θα τον ξεπερνά ο κυνισμός της πραγματικότητας…

Πώς χωράνε δύο τόσο αντίθετοι τύποι σε ένα μυαλό; Μα, όπως όλα τα ζευγάρια –με θυελλώδεις καβγάδες, μπόλικη ειρωνεία, αγαπησιάρικες συμφιλιώσεις και αναγκαστική ανοχή.

Εδώ και δυο χρόνια, από τότε που διάβασα απνευστί το «Κεφάλαιο» της δικιάς μου γενιάς, αυτό που κυκλοφόρησε το 2013, ένας τρίτος Μαρξ έχει αρχίσει να στήνει σπιτικό στους άτακτους νευρώνες μου: ο «νέος Μαρξ» που ακούει στο όνομα Τομά Πικετί.

Αυτός είναι από άλλο ανέκδοτο, ουδεμία σχέση έχει με τους δυο μακαρίτες «νοικάρηδές» μου: όχι μόνο γιατί… ζει, ως δρων, ενεργό υποκείμενο στη σημερινή κοινωνία, αλλά και γιατί, σε αντίθεση με αυτό του Καρόλου, το δικό του πολιτικό Κεφάλαιο είναι ολόφρεσκο και δεν έχει ξοδευτεί επί ενάμιση αιώνα από αμέτρητους κομματάρχες και δικτατορίσκους, που ‘στησαν μαγαζάκια –ενίοτε και αυτοκρατορίες– πάνω στις ρηξικέλευθες ιδέες του original.

Ο Πικετί είναι νέος, ωραίος, ένας ποπ σταρ του πνεύματος -δεν είναι τυχαία η στενή συνεργασία του με τον Βαρουφάκη.

Και όπως και ο Γιάνης, έτσι κι ο Τομά δεν κρύβεται στους διαδρόμους των πανεπιστημίων, ούτε επαναπαύεται στις δάφνες του «διανοούμενου»: θέλει πραγματικά να αλλάξει τον κόσμο, και το δείχνει με τις πράξεις του.

Το βιβλίο του, το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», είναι μια εξαντλητική μελέτη των κοινωνικών συνεπειών έπειτα από 200 χρόνια ξέφρενου καπιταλισμού και –όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος από τις συνεχείς, αλλά μάταιες επιθέσεις εναντίον του των «καθεστωτικών» δημοσιογράφων και οικονομολόγων– αποτελεί μια πραγματικά μνημειώδη συμβολή στην πορεία της ανθρώπινης οικονομικής και πολιτικής σκέψης.

Για όσους δεν το έχουν -ακόμα– διαβάσει, το νέο «Κεφάλαιο» όχι μόνο εξηγεί και συνάμα κατακεραυνώνει τις αιτίες της σημερινής καλπάζουσας εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των κρατών, αλλά και μέσα σε κάθε κράτος χωριστά, αλλά και προτείνει ως μόνη ρεαλιστική λύση και θεραπεία τη δική του «επανάσταση» -την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στον συσσωρευμένο, «παρκαρισμένο» και άρα αντιπαραγωγικό και αντικοινωνικό πλούτο.

Ουσιαστικά, την εφαρμογή ενός «φόρου Τόμπιν» -όχι στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, όπως προέβλεπε ο Τόμπιν, αλλά σε όλες τις σύγχρονες, δαιδαλώδεις μορφές του κεφαλαίου.

Μόνον έτσι, καταλήγει ο «νέος Μαρξ», θα αποφύγουμε την επανάληψη των ιστορικών τραγωδιών του 20ού αιώνα και θα κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο.

Γιατί η Ιστορία, όπως επέμενε ο μουσάτος απ’ το Τρίερ, επαναλαμβάνεται –πρώτα σαν τραγωδία, μετά σαν φάρσα.

Πέρνα μέσα, Τομά. Να, ξάπλωσε εδώ, σου ‘χω στρώσει το ντιβάνι. Μυρίζει λίγο μούχλα: μυρίζει μνημόνιο και μελάνι. Αύριο θα μαζευτούμε κι οι τρεις, να αερίσουμε, να κάνουμε φασίνα.

ΕφΣυν