Σταματήστε να δικάζετε όσους δηλώνουν ένοχοι…

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι κατηγορούμενοι που ομολογούν την ενοχή τους και αποδέχονται το κατηγορητήριο πρέπει να παραπέμπονται σε δίκη. Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο όσοι δηλώσουν την ενοχή τους, παρουσία του δικηγόρου τους σε ένα γραφείο, παίρνουν την ποινή τους από το δικαστή και ξεκινούν να την εκτίουν. (Εκεί κάνουν και παζάρια: εάν δηλώσεις τώρα την ενοχή σου και δεν επιβαρύνεις τους φορολογούμενους με έξοδα της δίκης σου, κάνουμε σκόντο στην ποινή.)

Βεβαίως και είναι σωστό, απαραίτητο και ιερό σε όσους δηλώνουν αθώοι ή θεωρούν ότι μέρος του κατηγορητηρίου δεν ανταποκρίνεται σε ενοχή τους, τότε να έχουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.

Εάν εφαρμοζόταν αυτή η απλοποίηση στο δικονομικό ποινικό μας σύστημα, θα γλιτώναμε το 50% του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων και θα απαλλάσσαμε την κοινωνία και τους πολίτες από χρονοβόρες υποθέσεις που ταλαιπωρούν χωρίς ουσία.

Έστω πως έχουμε μια ένοπλη ληστεία και ο δράστης συνελήφθη και ομολογεί. Η διαδικασία έχει ως εξής: προανάκριση, προδικασία με κλήτευση μαρτύρων από δικαστικούς επιμελητές του δημοσίου, πταισματοδίκες και γραμματείς που γράφουν τις μαρτυρίες, δικηγόροι που πηγαινοέρχονται να παίρνουν τις δικογραφίες, εισαγγελικές παραγγελίες, ανακριτικά πορίσματα, φάκελοι που πηγαινοέρχονται σε αρμόδια πταισματοδικεία κατοικίας των μαρτύρων, προκύπτουν νέα στοιχεία που εμπλουτίζουν τη δικογραφία, παραγγελίες εισαγγελέων με συνοδευτικά έγγραφα και νέα περιφορά φακέλων, εσωτερική αλληλογραφία με πρωτοκολλήσεις, μετακίνηση κρατουμένων από τις φυλακές για απολογίες. Και τέλος δίκη στο ακροατήριο με απασχόληση ολόκληρης διαδικασίας μεταγωγής με γραφειοκρατική δουλειά από τους δεσμοφύλακες να τους παραλάβουν οι αστυνομικοί μεταγωγών, να παραβρεθούν οι μάρτυρες στο δικαστήριο, οι γραμματείς να συγκεντρώσουν μερικά κιλά εγγράφων που θα διαβάσει ο εισαγγελέας και οι δικαστές, και μετά το πέρας της δίκης, καθαρογραφή της απόφασης με σκεπτικό που θα πρωτοκολληθεί κ.τ.λ.

Δεν μπήκα στον κόπο να τα περιγράψω με τη σειρά και όπως πρέπει στον κώδικα ποινικής δικονομίας, αλλά το νόημα είναι το ίδιο.

Όλα αυτά δεν έχουν ουσία από τη στιγμή που ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραδέχεται και ομολογεί την ενοχή του, οπότε ο ποινικός κώδικας είναι το εργαλείο προσμέτρησης της ποινής, που εύκολα και άμεσα χρησιμοποιεί ο δικαστής. Εάν απελευθερώναμε όλο το σύστημα από αυτές τις διαδικασίες –που επαναλαμβάνω, για να μην παρεξηγηθώ, είναι απόλυτα απαραίτητες όταν ο κατηγορούμενος δηλώσει αθώος αλλά περιττές όταν δηλώνει ενοχή– η δικαιοσύνη θα μπορούσε στο μισό χρόνο τουλάχιστον να αποδίδει δίκαιο και να διεκπεραιώνει τις αστικές υποθέσεις και διαφορές, με γρήγορες λύσεις και να απαλλάσσει το φορολογούμενο από πολλά έξοδα.

Από τη μια έχουμε τη δικομανία του Έλληνα και από την άλλη ένα γραφειοκρατικά επιβαρυμένο σύστημα που αδυνατεί να αποδώσει, ευρισκόμενο πρακτικά σε αρνησιδικία. Γιατί το να βρεις το δίκιο σου σε μία οικονομική-εμπορική διαφορά σε επτά ή οχτώ χρόνια είναι κατάντια, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που λογίζεται μέρος του πολιτισμένου κόσμου. Πρόσφατα ένα φίλος σε μία αστική υπόθεση που τον καίει, εξαιτίας της αργίας των δικαστηρίων λόγω εκλογών, πήρε αναβολή σε πολυμελές (εφετείο) στη Θεσσαλονίκη για τον Ιούνιο του 2017 σε μία υπόθεση που σέρνεται από το 2011.

Να σημειώσουμε πως ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγονταςεπενδύσεων με άμεσες συνέπειες στην ανάπτυξη της οικονομίας και των θέσεων εργασίας είναι η αργή και χρονοβόρα απόδοση δικαιοσύνης.

Οι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο σε όλες τις εποχές έχουν άμεση εξάρτηση από το ρυθμό της δικαιοσύνης, γιατί πάντα θα συντρέχει κάποιος λόγος δικαστικής συνδρομής από τους ποιο απλούς: κάποιος δεν σε πλήρωσε, μία εργατική διαφορά, μέχρι διαφωνίες σε περίπλοκες συμβάσεις. Αλλά είτε έχεις άδικο είτε δίκαιο αυτό πρέπει σε δύο τρεις μήνες να λυθεί, ώστε να προχωρήσεις τη δουλειά σου.

Ο τεράστιος όγκος δικογραφιών αλλά και αγωγών που συγκεντρώνεται (στα διοικητικά έχουν μαζευτεί 400.000 υποθέσεις) απειλεί να τινάξει στον αέρα το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Μου περιέγραψε κάποτε μία συνταξιούχος γραμματέας που ήταν στο γραφείο μηνύσεων, πως υπήρχε ένας συγκεκριμένος ηλικιωμένος που ήταν ο φόβος και τρόμος των υπηρεσιών. Συνήθως κατέθετε 3-4 μηνύσεις εβδομαδιαίως. Μήνυε το γείτονά του γιατί άπλωνε την μπουγάδα του στο μπαλκόνι, έναν άλλο γιατί δεν τοποθετούσε τα σκουπίδια σωστά στον κάδο, τα μπαράκια της περιοχής του για υπέρβαση ωραρίου και δυνατού ήχου, τον τάδε γιατί τον έβρισε, τον άλλο γιατί τον απείλησε και τους περιπτεράδες γιατί ακουμπούσαν τις εφημερίδες στο πεζοδρόμιο. Ο τύπος έβγαζε το μίσος του εναντίον της κοινωνίας μέσω του αγαπημένου του χόμπι – τις μηνύσεις. Όλες τις έγραφε μόνος του και χειρόγραφα. Κολλούσε και ένα μεγαρόσημο και έτοιμες. Αλλά το σύστημα ακολουθούσε την πεπατημένη: καλούσε μάρτυρες, κλητήριο θέσπισμα στους κατηγορούμενους, γραμματείς, φαρισαίοι, πταισματοδίκες, υπάλληλοι και στο τέλος δίκη. Πότε σταμάτησε ο ψυχοπαθής δικομανής να καταθέτει εκατό μηνύσεις ετησίως; Όταν τα παράβολα για τις μηνύσεις έγιναν 150 ευρώ έκαστο, οπότε το χόμπι έγινε ακριβό και απαγορευτικό.

Εκτός από το σύνδρομο της δικομανίας, έχουμε και έλλειψη κουλτούρας εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών. Εδώ και χρόνια στον κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπεται υποχρεωτική απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης. Aλλά όχι μονάχα κανείς δεν έδωσε σημασία και δεν γίνεται πράξη, αλλά επιφορτίστηκε το σύστημα να ελέγχει και τις καταλυτικές ημερομηνίες που πρέπει να καταθέτει ο κάθε δικηγόρος στις δηλώσεις πως δεν προσήλθε ο αντίδικος για να τα βρούνε. Την απλοποίηση των αστικών υποθέσεων με την κατάργηση εξέτασης μαρτύρων, όπως προέβλεπε ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας, σαμπόταραν οι ίδιοι οι δικηγόροι για να μη χάσουν τα μεροκάματα στα ακροατήρια ενώ γνωρίζουν πολύ καλά πως σε αυτές τις υποθέσεις αρκούν μόνο τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

Από την άλλη, οι δικαστές θαλασσοδέρνονται μέσα σε τεράστια κύματα φακέλων, υποθέσεων, εγγράφων και μπόλικη δουλειά για το σπίτι μέχρι τις πρωινές ώρες. Δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει πως δεν δουλεύουν, ειδικά σε μία εργασία πνευματική και επιστημονική που απαιτεί υπευθυνότητα γιατί κρίνουν ζωές και περιουσίες ανθρώπων. Μπορούμε, όμως, να τους καταλογίσουμε ατολμία, έλλειψη προτάσεων, απροθυμία να συγκρουστούν με το πολιτικό σύστημα για να απαιτήσουν βελτίωση στους κώδικες, εξορθολογισμό και απλοποίηση στις διαδικασίες για να μειώσουν τους χρόνους εκδίκασης. Η μοναδική φορά που τους είδαμε να συγκρούονται μετωπικά με το πολιτικό σύστημα δεν ήταν γιατί ζητούσαν εκσυγχρονισμό στη δικαιοσύνη, αλλά για τη διεκδίκηση των μισθών τους.

Η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο αποκούμπι του πολίτη, η παρηγοριά του αδικημένου αλλά και η ασφάλεια του επιχειρηματία. Από τις τρεις εξουσίες είναι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στο λαό, και προέρχεται από το λαό. Γιατί τι είναι οι δικαστές; Μέλη της λέσχης Μπίλντερμπεργκ ή αριστοκράτες, γόνοι πλουσίων και κληρονομικών αξιωμάτων; Παιδιά από φτωχές οικογένειες είναι, που τελείωσαν τη νομική και έδωσαν εξετάσεις στη σχολή δικαστών, και μερικοί ως φοιτητές εργάζονταν ως σερβιτόροι για να βγάλουν τα φοιτητικά τους έξοδα.

Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας συμπεριλαμβάνουν και τη βελτίωση του χρόνου εκδίκασης στη δικαιοσύνη. Και είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν απαιτούνται χρήματα, φόροι, απολύσεις, σύγκρουση με συντεχνίες, ισοδύναμα κ.τ.λ.

Ίσα ίσα οι εργαζόμενοι στη δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της έχουν να ωφεληθούν με λιγότερη και ευκολότερη εργασία από αυτή που κάνουν σήμερα. Αρκεί να υπάρξουν προτάσεις, η θεσμοθέτηση εξωδικαστικών λύσεων, η βούληση και η τόλμη.

Νίκος Κτιστάκης – AthensVoice