Τα γηροκομεία αποτελούν ένα πείραμα κεντρικά σχεδιασμένης κοινωνικής οργάνωσης…

Του Daniel Bier*… Αν ζήσετε αρκετά χρόνια, πολλά θα συμβούν στο σώμα σας. Όσο μεγαλώνετε, θα χάνετε τα δόντια σας, τα μαλλιά σας θα γκριζάρουν, ο εγκέφαλός σας θα συρρικνώνεται, και τα μάτια σας θα βλέπουν όλο και λιγότερο. Οι αρθρώσεις, ο σκελετός, η καρδιά, οι μύες, οι φλέβες και οι αρτηρίες σας σταδιακά θα μαλακώσουν, θα σκληρύνουν, θα πρηστούν ή θα συρρικνωθούν με τρόπους που υποβαθμίζουν την λειτουργία τους. Αυτά δεν μπορείτε να τα αποφύγετε ούτε να τα αναστρέψετε.

Ο καθηγητής Ιατρικής του Χάρβαρντ και δημοφιλής συγγραφέας Atul Gawande θέλει να πάψουμε να ξεγελάμε τους εαυτούς μας με την ατελείωτη σωρεία αισιόδοξων ιστοριών για μαραθωνοδρόμους 90 ετών και τις ειδήσεις για αιωνόβια ποντίκια στα εργαστήρια, ή τις ιστορίες που υπόσχονται ένα μαγικό χάπι ή ένα ελιξίριο νεότητας που θα μας σώσει από τα αναπόφευκτα γηρατειά.

Στο βιβλίο του Being Mortal, ο Gawande αναφέρεται στα λόγια ενός ειδικού στη γήρανση που λέει ότι δεν υπάρχει «κάποιος μοναδικός, κοινός κυτταρικός μηχανισμός για τη διαδικασία της γήρανσης… απλά ‘πέφτουμε’».

Εν τούτοις, το Being Mortal προσφέρει όντως σημαντικές και πρακτικές συμβουλές για μια καλύτερη ζωή πριν πεθάνουμε.

Η γήρανσή μας έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο ζωής μας κατά την περίοδο εκείνη. Ο Gawande επαινεί την ιατρική για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, αλλά επισημαίνει ακόμα ότι αυτό που χρειάζονται περισσότερο οι ηλικιωμένοι δεν είναι η ιατρική παρέμβαση. Χρειάζονται καλύτερη διαχείριση της ζωής τους στην τρίτη ηλικία.

Ο εγκλεισμός των ηλικιωμένων

Ο Gawande είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στα ιδρύματα που φροντίζουν τους ηλικιωμένους και τους αναπήρους. Η αποτυχία των οίκων ευγηρίας είναι, κατά ένα μέρος, αποτέλεσμα της απροθυμίας των ανθρώπων να αντιλαμβάνονται και να αποδέχονται τα όσα έρχονται και να προετοιμάζονται για αυτά, αλλά τα προβλήματά τους προέρχονται από τον τρόπο εξέλιξης των θεσμών αυτών.

Οι οίκοι ευγηρίας δεν ήταν ποτέ κυρίως σχεδιασμένοι για να βοηθούν στην επίλυση των προβλημάτων των ηλικιωμένων –να τους βοηθούν να συνεχίσουν να ζουν τη ζωή τους και να επιδιώκουν τους σκοπούς τους με περιορισμένες δυνατότητες. Αντίθετα, προέκυψαν ώστε να λύνονται άλλα προβλήματα που δημιουργούνταν από έναν μεγάλο πληθυσμό ηλικιωμένων, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο περνούσαν το τέλος της ζωής τους μακριά από τα παιδιά τους.

Η κακομεταχείριση και οι άθλιες συνθήκες στα πτωχοκομεία ώθησαν πολλές πολιτείες να πιέσουν για το κλείσιμό τους στις αρχές και στα μέσα του 20ου αιώνα. Σε συνδυασμό με την έκρηξη της ίδρυσης των νοσοκομείων σε όλη τη χώρα τη δεκαετία του 1950, το κλείσιμο των πτωχοκομείων οδήγησε στη μεταφορά πολλών τροφίμων τους στα νοσοκομεία. Ο υπερπληθυσμός ανάγκασε έπειτα τους διοικητές των νοσοκομείων να φτιάξουν ειδικές πτέρυγες για ηλικιωμένους ασθενείς με χρόνια, αλλά μη επείγοντα προβλήματα∙ έτσι προέκυψαν τα «γηροκομεία».

Τα γηροκομεία έλυσαν το πρόβλημα των πολιτειών και των νοσοκομείων σχετικά με το «τι να κάνουν με» τους ηλικιωμένους. Εν τούτοις, αν και έχουν βελτιωθεί η ασφάλεια και η ποιότητα των γηροκομείων σε σχέση με την εποχή που ιδρύθηκαν, δεν έχουν πλήρως ικανοποιήσει τους ίδιους τους ηλικιωμένους. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: οι επιθυμίες τους δεν ήταν ποτέ στο επίκεντρο.

Αυτή η δυσαρέσκεια δεν σημαίνει ότι τα μέλη του προσωπικού είναι κακοί άνθρωποι –αντιθέτως, είναι συνήθως απίστευτα αφοσιωμένα άτομα. Εν τούτοις, παρά τις όποιες καλές προθέσεις, ο σκοπός των ιδρυμάτων διαφέρει θεμελιωδώς από τους σκοπούς των ατόμων που ζουν σε αυτά –και το ίδρυμα πάντα νικάει στο τέλος. Αυτό το σύστημα οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση και δυστυχία για τους ενήλικες που βλέπουν ότι οι επιθυμίες τους δεν μετράνε πλέον τόσο –για πρώτη φορά μετά την παιδική τους ηλικία, βλέπουν ότι δεν έχουν πλέον την δυνατότητα να κατευθύνουν τη ζωή τους.

Ο Gawande αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας, η οποία, μετά από αρκετά πεσίματα, ηρνείτο πεισματικά να μεταφερθεί στον όροφο εντατικής φροντίδας του γηροκομείου της. Τελικά, έσπασε το μηριαίο οστό της σε μια πτώση και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να μεταφερθεί στον επάνω όροφο.

Όλη η ιδιωτική ζωή και ο έλεγχός της είχαν εξαφανιστεί. Φορούσε νοσοκομειακά ρούχα τον περισσότερο καιρό. Ξυπνούσε όταν της έλεγαν, την έπλεναν και την έντυναν όταν της έλεγαν, έτρωγε όποτε της έλεγαν. Ζούσε με όποιον της έλεγαν ότι έπρεπε να ζει… Ένιωθε κλεισμένη, σαν να ήταν στην φυλακή επειδή είχε γεράσει.

Η σύγκριση της ζωής στο γηροκομείο με τη φυλακή δεν είναι απλή υπερβολή.

Ο κοινωνιολόγος Erving Goffman σημείωσε την ομοιότητα μεταξύ των φυλακών και των γηροκομείων πριν από μισό αιώνα στο βιβλίο του Asylums. Ήταν, μαζί με τα στρατόπεδα εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων, τα ορφανοτροφεία και τα ψυχιατρεία, «πλήρη ιδρύματα» -μέρη που είναι κατά κύριο λόγο αποκομμένα από την ευρύτερη κοινωνία.

«Μια βασική κοινωνική συμφωνία στη σύγχρονη κοινωνία», επεσήμανε ο Goffman, «είναι ότι το άτομο τείνει να κοιμάται, να παίζει και να δουλεύει σε διαφορετικά μέρη, με διαφορετικούς συμμετέχοντες, υπό διαφορετική ηγεσία, και χωρίς ένα γενικό λογικό σχέδιο».

Αντίθετα, τα πλήρη ιδρύματα καταστρέφουν τα όρια που μας επιτρέπουν να διαχειριζόμαστε τη ζωή μας. Οι τρόφιμοι ζουν υπό μια κεντρική αρχή, με τις καθημερινές δραστηριότητές τους να ορίζονται από ένα στενό πρόγραμμα και να εκτελούνται μαζί με την ίδια ομάδα των συγκατοίκων τους που βασίζονται όχι στην ελεύθερη συναναστροφή, αλλά ορίζονται από το κεντρικό πλάνο.

«Οι διάφορες αναγκαστικές δραστηριότητες», έγραψε ο Goffman, «συγκεντρώνονται σε ένα πρόγραμμα που υποτίθεται ότι είναι σχεδιασμένο για να ικανοποιεί τους επίσημους στόχους του ιδρύματος».

«Σε ένα γηροκομείο», λέει ο Gawande, «ο επίσημος σκοπός του ιδρύματος είναι η φροντίδα, αλλά η ιδέα της φροντίδας όπως έχει εξελιχθεί δεν έχει καμία σημαντική ομοιότητα με αυτό που [εκείνη] θα αποκαλούσε ζωή». Ενώ χαιρόταν που ήταν ασφαλής, «το θέμα ήταν ότι προσδοκούσε από τη ζωή κάτι παραπάνω από την ασφάλεια».

Η ζωή πριν από τον θάνατο

Η σχολαστική «φροντίδα» δεν είναι αυτό το στοιχείο που κάνει όμορφη τη ζωή∙ είναι απλά ένα παθητικό βάδισμα στο νερό μέχρι να εξαντληθείτε. Δυστυχώς, τα περισσότερα γηροκομεία επικεντρώνονται περισσότερο στη συντήρηση, παρά στην ποιότητα της ζωής των ενοίκων. «Οι προτεραιότητες στρέφονται γύρω από θέματα όπως η αποφυγή των πληγών για τους κατάκοιτους και η συντήρηση του βάρους των ηλικιωμένων», γράφει ο Gawande: «σίγουρα είναι σημαντικοί ιατρικοί στόχοι, αλλά είναι μέσα, και όχι σκοποί».

Η ασφάλεια είναι μια αναγκαία αλλά ανεπαρκής συνθήκη για την προσωπική ολοκλήρωση.

Τα γηροκομεία αποτελούν ένα πείραμα για μια κοινωνία με κεντρική οργάνωση –με καλές προθέσεις, σε επαγρύπνηση, και πάνω από όλα ασφαλής, αλλά είναι μια κοινωνία που στερείται αυτού που μας αρέσει σχετικά με την ενήλικη ζωή: να έχουμε μια μέρα χωρίς κάποιον καθορισμένο σκοπό, να είμαστε αυθόρμητοι, να δοκιμάζουμε νέα πράγματα, να διαλέγουμε τους φίλους μας, να θέτουμε και να επιδιώκουμε τους στόχους μας, να δημιουργούμε αξία και να συνεισφέρουμε, να έχουμε χρόνο για τον εαυτό μας, και ιδιαίτερα να λειτουργούμε χωρίς την άδεια κανενός.

Μετά από κάποιο σημείο, ξεχνάμε πώς ήταν η ζωή μας όταν ήμαστε παιδιά –κοροϊδεύουμε τα κακόκεφα παιδιά και τα θεωρούμε αχάριστα που όλα γίνονται για λογαριασμό τους- και παραβλέπουμε τους λόγους για τους οποίους θέλαμε απεγνωσμένα να το σκάσουμε από το κουκούλι της εξάρτησης και της εξουσίας που διαμόρφωσε την παιδική μας ηλικία.

Ο σεβασμός της σημασίας των επιθυμιών μας από τους άλλους, η δυνατότητα να επιλέγουμε μόνοι μας, ήταν η πρώτη εθιστική ευφορία της ελευθερίας. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα άθλιο στο να γίνεται αυτό αντίστροφα –να έχουμε την ανεξαρτησία μας για έξι δεκαετίες και μετά να την στερούμαστε χωρίς να υπάρχει πιθανότητα να την πάρουμε ποτέ πίσω.

Αυτό δεν είναι, βέβαια, κάποιο δολερό σχέδιο. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν πρέπει όντως να οδηγούν ή να διαχειρίζονται τα χρήματά τους, και στο τέλος, οι περισσότεροι από εμάς δεν θα μπορούμε καθόλου να εκτελούμε τις βασικές διεργασίες που έχουμε μάθει από την παιδική μας ηλικία. Αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν καθιστά λιγότερο τραγική την προοπτική απώλειας της αυτονομίας μας.

Όταν αναλογιζόμαστε την θνητότητά μας, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν αρκετά πράγματα που δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε όσο ζούμε. Έχουμε λιγότερο χρόνο από όσο νομίζουμε: αν δεν πεθάνουμε ξαφνικά από ένα δυστύχημα ή μια οξεία ασθένεια, θα χάσουμε μεγάλο μέρος της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας μας πριν χάσουμε τη ζωή μας.

Ο τρόπος με τον οποίο διαχειριζόμαστε αυτή την πτώση –το πώς προετοιμαζόμαστε ή όχι για την αναπηρία μας και την απώλεια ελέγχου- θα μας βοηθήσει να καθορίσουμε την ευτυχία μας στο τέλος. Ο βαθμός στον οποίο εμπεδώνουμε τα μαθήματα της ζωής πριν από τον θάνατο θα επηρεάσει επίσης την υγεία της κοινωνίας μας και την ικανότητά της να ενθαρρύνει την επιτυχία του ανθρώπου.

*Ο Daniel Bier είναι ο επιμελητής του FEE.org. Αρθρογράφει για θέματα που αφορούν την επιστήμη, τις πολιτικές ελευθερίες και την οικονομική ελευθερία.
fee.org