Τα κόκκινα δάνεια, προοίμιο μιας ριζικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία…

Στην ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) που έγινε στις 25 Φεβρουαρίου, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τα λεγόμενα «κόκκινα» (δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα) δάνεια. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015 σημειώθηκε αύξηση κατά 4% των κόκκινων δανείων όλων των κατηγοριών σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014. Τώρα πια, 55,4% των καταναλωτικών (14,1 δις ευρώ), 43,3% των επιχειρηματικών (41,4 δις ευρώ) και 39,8% των στεγαστικών δανείων (26,9 δις ευρώ) δεν εξυπηρετούνται πια πάνω από δύο τρίμηνα από τους δανειολήπτες. Αυτό ισούται με το 43,6% του συνόλου των δανείων, ποσοστό-ρεκόρ σε δυτική χώρα.
Αυτά τα διογκούμενα ανοίγματα επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών ως εξής: Στο μέτρο που οι τράπεζες δεν έχουν ακόμα τη νομική δυνατότητα να αναδιαρθρώσουν τα δανειοδοτικά τους χαρτοφυλάκια πουλώντας μαζικά κόκκινα δάνεια σε εξειδικευμένα funds στη δευτερογενή αγορά και καταγράφοντας τις επισφάλειες, δεν μπορούν να προχωρήσουν στην απομόχλευση των ισολογισμών τους διότι είναι υποχρεωμένες να δεσμεύουν σημαντικά εποπτικά κεφάλαια ως προβλέψεις έναντι μη αποπληρωμής δανείων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συνεχίζεται η κρίση ρευστότητας, δηλαδή η στενότητα στη χορήγηση νέων πιστώσεων σε επιχειρήσεις που τις χρειάζονται για να αναπτύξουν τα σχέδιά τους, εμβαθύνοντας έτσι την ύφεση. Έτσι, οι τράπεζες υποχρεώνονται να κάνουν μια «λιγότερο ενεργή διαχείριση του χαρτοφυλακίου δανείων» ως λύση «βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα», κατά την έκφραση του κ. Στουρνάρα. Η λύση που έχει προκριθεί από το Τρίτο Μνημόνιο στο μείζον αυτό ζήτημα είναι η απελευθέρωση της πώλησης κόκκινων δανείων και η θέση συγκεκριμένων μετρήσιμων στόχων στις τράπεζες ανά τρίμηνο, κατόπιν διαβούλευσης και με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΕ (SSM), ξεκινώντας από τον Ιούνιο 2016. Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, «η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετήσιμων δανείων, την επίσπευση δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Όλα λοιπόν δείχνουν μαζική απελευθέρωση της πώλησης κόκκινων δανείων. Για μια ακόμα φορά, η ελληνική κυβέρνηση δίνει μια μάχη οπισθοφυλακής, με την ελπίδα να αγοραστεί κάποιος πολιτικός χρόνος προκειμένου να μην έρθουν οι δανειολήπτες άμεσα αντιμέτωποι με τα «κοράκια» των funds. Η πρόταση της κυβέρνησης είναι ένα τριετές πάγωμα ορισμένων «ευαίσθητων» κατηγοριών κόκκινων δανείων, πρωτίστως όσων έχουν πρώτη κατοικία ως εξασφάλιση, των μικρών καταναλωτικών δανείων έως 20.000 ευρώ και των δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες έως 100.000 ευρώ. Όμως η ελπίδα να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μηδαμινή, καθώς οι δανειστές δεν επιθυμούν εξαιρέσεις και ο διεθνής παράγων στο σύνολό του επιθυμεί δραστικό ξεκαθάρισμα του τοπίου, με κλείσιμο των μη βιώσιμων επιχειρήσεων και αναδιάρθρωση της διοίκησης και του επιχειρηματικού σχεδίου των υπολοίπων, επειδή η παράταση της εκκρεμότητας αυτής κοστίζει στην οικονομία, σύμφωνα με τεχνοκρατικούς υπολογισμούς, γύρω στα 8-10 δις ευρώ χαμένη ρευστότητα το χρόνο. Οι ίδιοι τεχνοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ αναφέρουν ότι αν συνεχιστεί η ανιούσα πορεία των κόκκινων δανείων, σύντομα οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση, μόνο που τώρα πια αυτή θα γίνει με bail in, δηλαδή με κούρεμα μετόχων, ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών των τραπεζών.
Το θέμα όμως είναι ότι δύσκολα θα αποφευχθεί μια νέα ανακεφαλαιοποίηση και με την πώληση κόκκινων δανείων: λόγω της αβεβαιότητας απ’ την αδράνεια στην αξιολόγηση, της προσφυγικής κρίσης και της παράτασης της ύφεσης, οι τιμές που προσφέρουν τα funds στις τράπεζες για την αγορά κόκκινων δανείων είναι εξευτελιστικές, όσο δε περνάει ο καιρός, τόσο οι τιμές των προσφορών μειώνονται. Συνεπώς, εφόσον τελικά υπάρξει σχεδόν πλήρης απελευθέρωση της δευτερογενούς αγοράς δανείων, οι πωλήσεις θα γίνουν σε υπερβολικά χαμηλές τιμές, κάτι που θα αναγκάσει τις τράπεζες να εγγράψουν πολύ σημαντικές κεφαλαιακές ζημίες, σίγουρα ανώτερες από τις προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων που διαθέτουν μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Αυτό, με τη σειρά του, είναι πολύ πιθανό να φέρει την ανάγκη νέας κεφαλαιοποίησης προκειμένου να διατηρηθούν οι ελάχιστοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Εφόσον το ελληνικό πολιτικό και τραπεζικό σύστημα θα κάνουν τα πάντα για να αποφύγουν το απεχθές ενδεχόμενο ενός κουρέματος μετοχών, ομολόγων και καταθέσεων, και εφόσον η ανάπτυξη θα αργήσει ακόμα να εμφανιστεί στον ορίζοντα, η μόνη δυνατότητα που ανοίγεται πλέον θα είναι η πώληση και ενήμερων δανείων προς υγιείς επιχειρήσεις για την άντληση κεφαλαίων. Και αυτή η εξέλιξη θα σημάνει τη μεγαλύτερη αλλαγή διοικήσεων και μετόχων των ελληνικών επιχειρήσεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς τα funds θα ενδιαφέρονται να αντλήσουν υπεραξία τεμαχίζοντας τις επιχειρήσεις που θα ελέγχουν.   Ioannis Papadopoulos   .makthes.gr