Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Οι άνθρωποι της Άλφακου, βοηθημένοι από τους οδηγούς και τα λαυράτα του πηγαιμού,κατέληξαν στην Γετολύγη σχεδόν τέσσερα χρόνια από την αναχώρησή τους,την ώρα που η Βήταλου ετοίμαζε την δική της αναχώρηση, με τις οδηγίες του Μάρκου.Μετέφεραν στον Ρουμπαλάι τις εμπειρίες και τα ερωτήματά τους.

Ο Πρόχορ πίστευε αυτούς που έλεγαν πως δεν ήξεραν τη θάλασσα. Από τις πηγές του έβγαινε αβιάστως ότι οι Υπερβόρειοι εγνώριζαν πολλά μυστικά της παραγωγής και του βίου, από τα μέρη τους επήγασε ο πολύς αρχαίος Απόλλων,αλλά και ο βριαρός Απολλύων, όλοι ο γεννήτορες Θάνατοι της ιστορίας και πολλά δέρματα, τεχνικά δουλεμένα οστά, ήλεκτρο και πλήθος πολυτίμων λίθων.

Επομένως , οι άνδρες της Βερενίκης έλεγαν την αλήθεια και μόνο μυστήριο της εκδοχής τους δεν ήταν πού αντάλασσαν τα εμπορεύματα, αλλά πώς τα μάζευαν στην άκρη του κόσμου,ελάχιστοι και προφανώς ηδονοθήρες.Ο Μάρκος υποστήριξε με θέρμη τον Πρόχορ όσο έμπαινε η άγνοια της θάλασσας στην δική του εισήγηση, αλλά είχε απάντηση στην πηγή του πλούτου της Βερενίκης.

Κατά τον Μάρκο, οι άνθρωποι στα ξυλόσπιτα ήταν σε μία παράξενη κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου,και τα μέτρα τους διέφεραν από τα μέτρα των θνητών. Ρώτησε με επιμονή εάν είδαν κάποιο νεκροταφείο ή ένδειξη νεκρού σώματος, κι όταν οι ειδησάριοι απάντησαν «όχι», τότε αμόλησε την θεωρία του τολμηρά.

Η Άλφακου είχε φτάσει στα Ηλύσια Πεδία.Όχι όμως από την ανατολική πλευρά, που ήξερε ο κόσμος όλος, δηλαδή στα πρόσγεια της Ισπανίας, στο μέσον του Ωκεανού, εκεί όπου μεγάλα ηφαίστεια, μονότονη θάλασσα και καταστροφικά φυσικά φαινόμενα εμπόδιζαν την πλεύση, αλλά από την πλευρά της Δύσης, που κανένας από τον κόσμο τους έως τότε δεν είχε προσεγγίσει.

Γιά την ακρίβεια, βρίσκονται σε ένα είδος Καθαρτηρίου,σε έναν κατώτατο ουρανό που τους επέτρεπε να γίνονται κατανοητοί από τους θνητούς, αλλά και να είναι υποτελείς στις θεότητες του παραδείσου.Καθώς ήταν λάτρης της σχετικής γραμματολογίας, εξήγησε ότι οι γήινοι πόροι από όπου πήγαινε κάποιος νεκρός στον άλλο κόσμο, ήταν σε εκβολές ποταμών και νησιά κοντά στην ακτογραμμή.

Οι θνητοί νομίζουν ότι τα ποτάμια χύνονται στην θάλασσα και διαλύονται στο νερό της ,αλλά πολλοί σοφοί που σέβονται στην φύση και τους νόμους της υποστηρίζουν ότι η πίεση του ποτάμιου νερού δεν εξαντλείται όταν περιέλθει στο περιβάλλον της αδρανούς,αλμυρής γιγάντιας λεκάνης, αλλά διατηρεί την ένταση του ρεύματος και μέσα στο θαλάσσιο νερό.Αυτούς τους δρόμους γνωρίζουν και χρησιμοποιούν τα ψάρια που ζούν κοπαδιαστά και οι ναυσιπλόοι .Προσθετέοι οι νεκροί, διευκρίνησε ο Μάρκος.

Από τους εντός της θαλάσσης ποτάμιους δρόμους, οι νεκροί μπορούν να φτάσουν σε πολύ μακρυνά μέρη και ακτές, όπου ξεβράζονται και κατοικούν, όπου δεν υπάρχει παρουσία θνητού όντος. Λοιπον, στον λαβύρινθο πίσω από το γαλάζιο βουνό, υπάρχει μιά αποικία νεκρών ή έστω ημιθνήτων.Μπορεί και παίρνει από τους ενδοθαλάσσιους ποταμούς ό,τι ορέγεται και το εμπορεύεται. Αλλά δεν ξέρει , μήτε θα μάθει ποτέ του την θάλασσα. Γιά τους πολίτες της Βερενίκης, η θάλασσα δεν διαφέρει από την ξηρά ή τον αέρα. Ο ποτάμιος δρόμος είναι η μόνη χώρα που κατανοούν.

Ο Ρουμπαλάι ρώτησε τον Μάρκο άν η εκδοχή του ερμηνεύει τον τόπο που διάλεξαν αυτοί οι νεκροί. «Ασφαλώς, άρχοντα» του απάντησε εκείνος. «Η Βερενίκη με τους συντρόφους του δεν έχουν καμία αίσθηση ότι κατοικούν σε απρόσιτα βουνά.Γι΄αυτούς κυριαρχεί μόνον η αίσθηση της δικής τους ύπαρξης.Οι ποιητές έχουν συναντήσει τέτοιες αποικίες στα σύννεφα, αλλά και στις ακρογιαλιές, σε δάση αλλά και μέσα σε πολυσύχναστες πόλεις».

«Θα εννοείς τους δαίμονες, τις νύμφες, τους αγγέλους και άλλες, άυλες υπάρξεις, που βρίσκονται όντως παντού» σχολίασε ο Ρουμπαλάι. «Μάλιστα, αυτούς εννοω» κατέληξε ο Μάρκος. «Δεν θα μας δείξουν ποτέ την θάλασσα, επειδή δεν ξέρουν που βρίσκεται».

Ο Ρουμπαλάι τους άκουσε, έφαγε ένα στραγάλι και είπε τη γνώμη του. «Να γυρίσουν πίσω οι απεσταλμένοι με μόνη οδηγία στους φιλοσόφους της Άλφακου να ζητήσουν από την Βερενίκη οδηγίες γιά να προσεγγίσουν ποταμούς και εκβολές ποταμών.Η άγνοια της θάλασσας, διαπιστωμένη χάρη στα επιχειρήματα του Μάρκου, αρχίζει να γίνεται μανία στο χωριό μας.Στην θάλασσα όμως καταλήγουν ποτάμια, τριγυρνούν θαλασσοπούλια,μυρίζουνε φύκια, ακόμη κι άν δεν την ανακαλύψουμε ποτέ, άν ουκ εστιν έτι, δεν είναι λόγος να μη καθελκύσουμε το καράβι μας».

Η Άλφακου πήρε τις οδηγίες της.Θα βρισκόταν πάλι στην αγκαλιά της Βερενίκης στις αρχές του 1409.Συμφώνησαν όμως ότι έπρεπε να ετοιμάζεται η Βήταλου του Μάρκου, η ομάδα των οραματιστών και των παραφόρων, ώστε να δοκιμαστεί μιά πιό εχέφρων πορεία,πιό κοντά στον κόσμο των Κινέζων, αφού η πρώτη απόπειρα μπλέχτηκε στα σύνορα της αοίκητης ζώης και του άλλου κόσμου. Η προετοιμασία δεν περιλάμβανε άμαξες εξαρχής, τα κρέατα παστώθηκαν έως τις αρχές της άνοιξης του 1408,η ομάδα ήταν εικοσαμελής και ο καθένας της αποστολής απολύτως υπεύθυνος γιά την τροφή και τον ύπνο του.

Ο Μάρκος έδωσε οδηγίες στον επικεφαλής να αποφύγουν τις αναβάσεις και τα δυσχερή, να κυκλωσουν με την πορεία τους το γαλάζιο βουνό από την περιοχή του έλους και να αναζητούν τους χαμηλότερους ζυγούς γιά να ξεπερνούν τα άγρια βουνά.Θα ήταν σαφώς μακρύτερη η διαδρομή, πολλές φορές μεγαλύτερη από την διαδρομή της Άλφακου.Τελικός στόχος τους ήταν κάποια δίοδος προς την ανατολή, αλλά πάντοτε μέσα από ήπιο ανηφοροκατήφορο. Να φρόντιζαν επίσης με καλές σημειώσεις, να ξεδιάλεγαν τις κοίτες όπου μπορούσαν να κυλήσουν, έστω δυσχερώς, άμαξες.

Η ομάδα αυτή, χάθηκε τελείως και δεν ακούστηκε τίποτε γι΄αυτήν. Δεν βλάπτει φυσικά να περιγράψω την πορεία της, κι άς μην την έμαθε κανένας στην Γετολύγη.Χωρίς να τους συμβεί κάτι δραματικό, ακολούθησαν μιά ρίζα του βουνού στο σημείο όπου στέγνωνε το έλος και ο πλατύς κάμπος διαλύθηκε σε πλήθος κοιλάδων,στεγνών και αραιά χορταριασμένων, που άλλες κατέληγαν σε προφανώς πανύψηλα βουνά, ενώ οι στραμμένες νοτιοανατολικά δεν στέφονταν με ορεινό ορίζοντα.

Πορεύονταν καθημερινώς μεταξύ δέκα και είκοσι μιλίων, επί μήνες,επί τρία ολόκληρα χρόνια.Εβρισκαν νερό και κυνήγι, ο καιρός ήταν ήπιος, ο χειμώνας συντομότερος, αλλά δεν συνάντησαν ψυχή ανθρώπου.Στο τέλος του φθινοπώρου του 1411, συμπέραναν ότι είχαν ήδη υπερβεί τα χίλια μίλια που πρόβλεπε το σχέδιο του Πρόχορ ως απόσταση της θάλασσας,και οι κοιλάδες συνεχίζονταν, μονότονες και θλιβερές, με τον ίδιο ανοιχτό ορίζοντα στο βάθος.

Συνέχισαν πεισματικά,ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έπαψαν να κρατάνε αρχείο και απολογισμούς, σταμάτησαν να εμπιστεύονται τον έναστρο ουρανό, η πορεία τους αδιόρατα άρχισε να στρέφει καθαρά προς τον νότο,έχασαν τον λογαριασμό, νόμιζαν ότι θα θυμούνται τουλάχιστον την εναλλαγή των εποχών, αλλά στο τέλος του φθινοπώρου του 1414 είδαν σε απόσταση κοπάδια, βοσκούς, χωριά.Ήταν άνθρωποι κοντούληδες, μαλακοί, υποτελείς στους Κινέζους.

Τα δώδεκα άτομα που είχαν αυτήν την εμπειρία,καθώς οι υπόλοιποι ήταν πεθαμένοι, ορθώς απέφυγαν την κατοικημένη ζώνη  μετά από το λάθος της πρώτης επαφής, αλλά άντεξαν μερικούς μήνες κρυμμένοι ή προς άλλους προορισμούς. Ο έπαρχος της περιοχής ,ειδοποιημένος, έστειλε ένα ταχύ απόσπασμα που εντέλει παρουσίασε μπροστά του τρείς επιζώντες της Βήταλου στην αρχή του καλοκαιριού του 1415.

Τυλίγοντάς τους σε άφθονες αναφορές γραμμένες σε παχύ ριζόχαρτο, τους ξαπόστειλε με μόνη πέδα ένα καλάμι περασμένο από τα μάγουλά τους, που τους κρατούσε δεμένους συνεχώς, στα βάθη της χώρας του,σε ζεστά κλίματα, όπου υπέφεραν ανείπωτα μαρτύρια με κορυφαίο το ότι ποτέ κανένας δεν τους ρώτησε τίποτε.Μήτε πως βρέθηκαν εκεί, μήτε γιά τον σκοπό τους.Αυτοί που διαμαρτύρονται γιά τα βάσανα της σημερινής γραφειοκρατίας, προφανώς δεν έχουν ιδέα γιά την μεσαιωνική κινέζικη συγγενή της.

Πέρασαν χρόνια πολλά και εδέησε ένας σιωπηλός υπάλληλος να διαβάσει τα ριζόχαρτα και να αναζητήσει τους τρείς της Βήταλου,γιά να ανακαλύψει, κατά τα τέλη του 1425, έναν επιζώντα που ξέρασε ό,τι ήξερε σε έναν γραφέα.Λυπάμαι που δεν έχω άλλα στοιχεία αυτών των προσωρινών ηρώων, που λέπτυναν την υπομονή σας γιά ένα, ενάμισυ λεπτό της ώρας, αλλά από την θέση που βρισκόμουνα, παρακολουθώντας αυτήν την ιστορία, δεν είχα πιό ευκρινή πρόσβαση.

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud