Θα χρωστάμε να τους δώσουμε 5000 πιάστρα και δύο φόνους…1828, Oκτωβρίου 29 Τζίμοβα απονομή δικαιοσύνης…

Του Δικηγόρου  Σταύρου Πετροπουλάκου   Στο θέμα της απονομής της δικαιοσύνης το τουρκικό κράτος δεν αναμίχθηκε ποτέ και σε τίποτε στη Μάνη. Εδώ τα ζητήματα αυτά εθεωρούντο απλές οικογενειακές υποθέσεις.

Στις περιπτώσεις δε που οι διαφορές δε λύνονταν με τα όπλα, σχηματιζόταν από τις δύο πλευρές ένα οικογενειακό συμβούλιο για να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους ή να καταδικάσει το φταίχτη. Oι οικογενειακοί πόλεμοι μπορούσαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να τελειώσουν συμβιβαστικά αν τα μέρη συμφωνούσαν να υποβάλουν την υπόθεση στην κρίση αμερόληπτων διαιτητικών δικαστών.

Στους δικαστές εγχεριζόταν συνήθως από πριν ένα χαρτί με τις υπογραφές και των δύο μερών, ώστε να μπορούν ελεύθερα να γράψουν σ’ αυτό την απόφασή τους. Oι δικαστές φρόντιζαν συνήθως να συνοδεύουν την απόφαση με ποινική ρήτρα σύμφωνα με την οποία, αν το ένα απ’ τα δύο μέρη δεν ακολουθούσε την διαιτητική απόφαση, ήταν υποχρεωμένοι με εντολή της άλλης πλευράς να διαπράξει έναν ή περισσότερους φόνους (Γκάιμπ: Παρουσίαση της κατάστασης του Δικαίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας…σελ. 124).

Ένα τέτοιο έγγραφο παραθέτει ο Μάουερ, το οποίο έχει ως εξής: “Εμείς που υπογράφουμε υποσχόμαστε και εγγυόμαστε και δίνουμε και στους άλλους συγγενείς μας, στους συμπολίτες μας και στους χωρικούς, την απόλυτη και αμετάκλητη πληρεξουσιότητα να κάνουν ότι μπορούν και νομίζουν καλό για την ησυχία, την ομόνοια και την ειρήνη. Και όποιος από μας που υπογράψαμε προκαλέσει τώρα ή αργότερα την παραμικρότερη φασαρία η φέρει καμία αντίρρηση, θα έχει εναντίον του όλους τους συμπολίτες, τους συγγενείς και τους χωρικούς, και θα χρωστάμε να τους δώσουμε 5000.- πιάστρα και δύο φόνους. 1828, Oκτωβρίου 29 Τζίμοβα. Γεώργιος Μαυρομιχάλης επικυρώνει, Νικόλαος Μαυρομιχάλης υπόσχεται, Ηλίας Μαυρομιχάλης υπόσχεται, Γεώργιος Κ. Μαυρομιχάλης βεβαιώνει”.

Το έγγραφο αυτό συντάχθηκε μετά το 1821, είναι όμως, βέβαιο ότι ο σχετικός θεσμός υπήρχε από πολύ παλιά. Το εθιμικό τούτο δίκαιο απονομής της δικαιοσύνης δεν εφαρμοζόταν μόνο στις αστικές αλλά και στις ποινικές υποθέσεις. Oι Μανιάτες δεν ανέχτηκαν ποτέ τον καδή (τούρκος δικαστής), ο οποίος σε όλες τις άλλες περιοχές της Ελλάδας ήταν αρμόδιος για τις ποινικές υποθέσεις.

Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση. O Μάουερ αναφέρει ότι την εποχή που μετείχε της αντιβασιλείας του Όθωνα (1834) παρουσιάστηκε περίπτωση κατά την οποία το οικογενειακό συμβούλιο καταδίκασε κάποιον σε θάνατο και η απόφασή του εκτελέστηκε. Ακόμη, το 1831 ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Βιάρος Καποδίστριας, αδελφός του Κυβερνήτη, με εγκύκλιό του της 15-1-1831, εξουσιοδοτεί τα μανιάτικα δικαστήρια να ακολουθούν στις αποφάσεις τους αποκλειστικά και μόνο τα έθιμά τους (Γκάιμπ).

Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, κατά τον Γκάιμπ, θα πρέπει να μην ίσχυσε ποτέ στη Μάνη ακόμη ούτε την εποχή της βυζαντινή κυριαρχίας και φυσικά, πολύ περισσότερο, ούτε αργότερα. Κατά τη γνώμη μου η μη εφαρμογή του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου οφείλεται στο γεγονός ότι οι Μανιάτες θεωρούσαν πάντοτε τους εαυτούς Έλληνες και ποτέ Ρωμαίους. Η παραδοχή όμως, αυτή από τους Βυζαντινούς εθεωρείτο έγκλημα και συνεπαγόταν την ποινή του θανάτου.

Oι Μανιάτες θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των αρχαίων Σπαρτιατών και των Ελευθερολακώνων (απελεύθερων). Στην πεποίθησή τους αυτή σχετικά με την καταγωγή τους οφείλεται και η μεγάλη καθυστέρηση του εκχριστιανισμού τους. Είναι ενδεικτικό το αναφερόμενο από τον βυζαντινό Αυτοκράτορα Κων/νο Πορφυρογέννητο “…και μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται , δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι…”. Δηλαδή, όταν όλοι οι άλλοι Έλληνες προσαγορεύονταν Ρωμαίοι, μόνο οι Μανιάτες προσαγορεύονταν Έλληνες.  manivoice.gr/