Η θεαματική παρέμβαση Στουρνάρα για τους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας…

Γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος… Μετά από μια σταθεροποίηση και μικρή ανάκαμψη το 2014 και το πρώτο εξάμηνο του 2015, η Ελλάδα έχει μπει ξανά σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το πρώτο τρίμηνο του 2016, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 1,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, ενώ πρόκειται για το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο αρνητικής μεταβολής του σε ετήσια βάση. Για το 2016, η ύφεση αποδίδεται κυρίως στην πτώση της κατανάλωσης λόγω κρίσης εμπιστοσύνης καθώς και στις συνθήκες μειωμένης ρευστότητας λόγω των capital controls και της αποταμίευσης ενόψει αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων.

Σ’ αυτήν την συγκυρία, είναι ζωτικής σημασίας να επέλθει τάχιστα συμφωνία για τον πρώτο έλεγχο του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Εφόσον συμβεί αυτό, θα αρθεί σε μεγάλο βαθμό η καταστροφική αβεβαιότητα που επικρατεί στις αγορές για την ελληνική οικονομία και η ΕΚΤ θα χορηγήσει ξανά φτηνή και άπλετη ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μέσω της αποδοχής των ομολόγων του Δημοσίου ως ενέχυρων (waiver) και μέσω της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Για όλα τα παραπάνω όμως απαιτείται να επέλθει συμφωνία και για το θέμα του χρέους. Αν και οι λήξεις ομολόγων δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε να είναι απαγορευτικές για την ανάπτυξη μέχρι το 2022, όσο καιρό διαιωνίζεται το ζήτημα, παραμένει ένας ανασχετικός παράγοντας για την μακροχρόνια τοποθέτηση επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία.

Ως γνωστόν, οι αλλαγές που δέχονται οι Ευρωπαίοι δανειστές στο προφίλ του ελληνικού δημόσιου χρέους έχουν αποκλείσει οριστικά οποιαδήποτε απομείωση στην ονομαστική του αξία (κούρεμα) και βασίζονται σε ένα στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5% του ΑΕΠ σταθερά από το 2018 και έπειτα, προκειμένου αυτό να αποπληρώνει σταδιακά το χρέος χωρίς περισσότερο δανεισμό από τον επίσημο τομέα. Όμως σε όποιον γνωρίζει στοιχειώδη μακροοικονομία, αυτός ο στόχος φαντάζει εξωπραγματικός μετά από τουλάχιστον οκτώ χρόνια ύφεσης και εφόσον πρέπει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, καταδικάζει την ελληνική οικονομία σε μια μόνιμη αντιαναπτυξιακή καχεξία στο όνομα της ταχείας απομόχλευσης, δηλαδή της μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας έκανε μια καίρια παρέμβαση γι’ αυτό το θέμα σε μια ομιλία στον ΣΒΒΕ. Ο κ. Στουρνάρας είπε – ορθά κατά την άποψή μου – ότι ένας τόσο υψηλός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος σε συνθήκες που παραμένουν υφεσιακές όχι μόνο δεν είναι εφικτός, αλλά ουσιαστικά υπονομεύει την αναπτυξιακή δυναμική που θα επιφέρουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Ο Διοικητής πρότεινε μια μείωση του στόχου από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ χωρίς να θιγεί η προοπτική βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Η πρόταση μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: λιγότερη λιτότητα, περισσότερο άνοιγμα της οικονομίας με ιδιωτικοποιήσεις, δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων μέσω ελεύθερης μεταπώλησης και τιτλοποίησής τους στη δευτερογενή αγορά χρέους μαζί με εξυπηρετούμενα («πράσινα») δάνεια, καθώς και προσέλκυση επενδύσεων με τη δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος και ενός αξιόπιστου φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Μας θυμίζει κάτι; Ναι. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρόταση του ΔΝΤ, η οποία έγινε γνωστή με την περίφημη επιστολή Λαγκάρντ και με την οποία υποδεικνύεται η μείωση της αβίωτης λιτότητας μέσω της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα και η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τονωθεί η επενδυτική δραστηριότητα, θα επιτευχθούν διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης και θα υποβοηθηθεί η δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς αυτά συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι ένας μόνιμος εκπρόσωπος του ευρωσυστήματος – υπό την ιδιότητά του ως διοικητή μιας κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης – και ένας διεθνώς αξιοσέβαστος οικονομολόγος, με άλλα λόγια ένας κεντρικός παίκτης στον ευρωπαϊκό μηχανισμό αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, συντάσσεται τόσο ανοικτά με το ΔΝΤ και τον αμερικανικό παράγοντα, ερχόμενος σε αντίθεση με τον γερμανικό παράγοντα, ο οποίος βρίσκεται πίσω από την απαίτηση τόσο υψηλών και συνεχόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι κινήσεις στο παρασκήνιο είναι τόσο σημαντικές, που δεν είναι απίθανο να δούμε λίαν συντόμως μια μετακίνηση στις τεκτονικές πλάκες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ιωάννης Παπαδόπουλος