Το ολοκληρωτικό σύστημα – Hannah Arendt

Η Χάνα Αρέντ (Hannah Arendt, 14 Οκτωβρίου 1906-1975) γεννήθηκε στο Λίντεν της Γερμανίας και μεγάλωσε στο Καίνιξμπεργκ (σημερινό Καλινιγκράντ) και στο Βερολίνο. Έγινε παγκοσμίως γνωστή μετά την μόνιμη εγκατάσταση της στη Νέα Υόρκη και ως Αμερικανίδα πλέον πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος.

Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, αργότερα στην Χαϊδελβέργη, όπου συνέγραψε την διατριβή της σχετικά με την έννοια της “αγάπης στην σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου”.Παντρεύτηκε τον Γκύντερ Στερν, μετέπειτα γνωστό ως Günther Anders, το 1929 στο Βερολίνο (χώρισαν το 1937), και αργότερα τον Heirich Blücher, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια σύντροφός της και επηρέασε καταλυτικά τον πολιτικό της στοχασμό.

Με την άνοδο του Ναζισμού κατέφυγε στη Γαλλία και μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και την συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων.Πέθανε το 1975 σε ηλικία 69 ετών.

-Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκκόλαψη του ολοκληρωτισμού, είναι ο λαϊκισμός σε συνδυασμό με το έλλειμμα δημοκρατικού κοινωνικού έλεγχου.

Έγραψε πολλά έργα πολιτικής φιλοσοφίας σχετικά με τον ολοκληρωτισμό και τον αντισημιτισμό με γνωστότερο έργο το “The Origins of Totalitarianism”.
Ανάμεσά τους
Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil (1963) [ελλ. μετάφραση, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: Η κοινοτοπία του κακού (εκδ. Θυμέλη, 1995), το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε και στις κινηματογραφικές οθόνες]
Between Past and Future: Eight exercises in political thought (1954) [ελλ. μετάφραση Γ. Μερτίκας : Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος (εκδ. Λεβιάθαν, 1996)]
Men in Dark Times (1968) [ελλ. μετάφραση, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (μόνο τα κείμενα για Ρόζα Λουξεμπουργκ, Βάλτερ Μπένγιαμιν και Μπέρτολτ Μπρέχτ) (εκδ. Νησίδες, 1998)]
Και πολλά άλλα.

Η Χάνα Αρέντ ως πολιτική φιλόσοφος του 20ου αιώνα, δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμιά από τις σχολές που κυριάρχησαν στη σκέψη της εποχής της. Παρά την τεράστια σημασία που αποδίδει στο πολιτικό, η στοχαστής Άρεντ στρατεύθηκε μόνο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας, αντιτιθέμενη σθεναρά στη διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής και την ηγεμονία της οικονομίας.

Στο έργο της “Το ολοκληρωτικό σύστημα” (Εκδ ΕΥΡΥΑΛΟΣ το τρίτο μέρος από τη μελέτη της “Πηγές του ολοκληρωτισμού -The Origins of Totalitarianism”) που δημοσιεύθηκε το 1951, είναι μια μελέτη που άνοιξε σε μια άλλη βάση την ευρύτατη διεθνή συζήτηση σχετικά με τη φύση, τη δομή και τα ιστορικά προηγούμενα του ολοκληρωτισμού. Το βιβλίο βασίστηκε στη μελέτη της συγκρότησης των δομών και της νοοτροπίας τόσο του εθνικοσοσιαλιστικού, όσο και του σοβιετικού κρατικού υποδείγματος. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη διάγνωση της μεθοδολογίας επιβολής των ανελεύθερων και αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης, όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Αρέντ, δημιουργεί την πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα και ο πολιτισμός έχουν στα χέρια τους ένα πολύτιμο όπλο για να αντιπαλέψουν τον αυταρχισμό.

Η Arendt υποστηρίζει ότι στον ολοκληρωτισμό αναιρείται αυτή καθαυτή η ουσία της ανθρώπινης πράξης, η ψευδαίσθηση μιας “νέας αρχής”, στα πλαίσια της κάλπικης ενσωμάτωσης ατόμων σε ένα σύνολο, που μόνο αυτό πρεσβεύει την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα της έκφρασης της αλήθειας που προβάλλεται στη μοναδικότητα των δεσμών του κοινωνικού συνόλου με τον “ηγέτη”.

Ο ολοκληρωτισμός θεοποιεί τις “αυτόματες διαδικασίες της ιστορίας”. Πιστεύοντας ότι στο πλαίσιο της ιστορικής εξέλιξης υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός ολοκλήρωσης της κοινωνίας.
Η σταδιακή ανάπτυξη του ολοκληρωτισμού μετατρέπεται σε αναγκαία μορφή διακυβέρνησης στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου και τον καθιστά εργαλείο για την επιβολή δια της ισχύος μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας ιδεολογίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκκόλαψη του ολοκληρωτισμού, είναι ο λαϊκισμός σε συνδυασμό με το έλλειμμα δημοκρατικού κοινωνικού έλεγχου.

Η ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου είναι διαθέσιμη ΕΔΩ

[…]Τα ολοκληρωτικά κινήματα θέλουν και πετυχαίνουν να οργανώσουν τις μάζες – όχι τις τάξεις, όπως κάνουν τα παλιά κόμματα συμφερόντων των ευρωπαϊκών χωρών, ούτε τους πολίτες που έχουν συμφέροντα, αλλά και γνώμες σχετικά με τον χειρισμό των δημόσιων πραγμάτων, όπως συμβαίνει με τα κόμματα των αγγλοσαξωνικών χωρών. Αν όλες οι πολιτικές ομάδες εξαρτιόνται από μια αναλογική δύναμη, τα ολοκληρωτικά κινήματα εξαρτιόνται από τη δύναμη των αριθμών και μόνο. Γι’ αυτό τα ολοκληρωτικά καθεστώτα μοιάζουν να είναι αδύνατο να επιβληθούν, ακόμη και υπό συνθήκες κατά τα άλλα ευνοϊκές, σε χώρες με περιορισμένο πληθυσμό.[…] -σελ.37

[…]Η δεύτερη αυταπάτη που κατέρριψαν τα ολοκληρωτικά κινήματα θεωρούσε αυτές τις μάζες ζωρίς σημασία, τις πίστευε αληθινά ουδέτερες, νόμιζε ότι σχημάτιζαν το βουβό φόντο της εθνικής πολιτικής ζωής. Τα ολοκληρωτικά κινήματα έδειχναν τώρα κάτι που κανένα άλλο όργανο της δημόσιας ζωής δεν είχε ποτέ μπορέσει να δείξει: ότι το δημοκρατικό καθεστώς δεν στηριζόταν μόνο στους φανερούς και διαρθρωμένους θεσμούς και οργανώσεις της χώρας, αλλά και στη σιωπηρή επιδοκιμασία και ανοχή των ασπόνδυλων και αδιάφορων στρωμάτων του πληθυσμού. Έτσι, όταν τα ολοκληρωτικά κινήματα κατέκλυσαν τα κοινοβούλια, η περιφρόνησή τους προς το κοινοβουλευτικό καθεστώς φάνηκε ως μια απλή ασυναρτησία. Στην πραγματικότητα, όμως, πέτυχαν να πείσουν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ότι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ήταν πλασματικές και δεν αντιστοιχούσαν αναγκαστικά στις εθνικές πραγματικότητες, υπονομεύοντας έτσι τον αυτοσεβασμό και την εμπιστοσύνη καθεστώτων που πίστευαν περισσότερο τον κανόνα της πλειοψηφίας παρά στα συντάγματα τους.[…] -σελ.43

[…]Η σχέση ανάμεσα στην ταξική κοινωνία, την κυριαρχούμενη από την αστική τάξη, και τις μάζες που βγήκαν από την κατάρρευσή της, διαφέρει από τη σχέση αστικής τάξης και όχλου, που αποτελεί ένα υποπροϊόν της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι μάζες δεν έχουν παρά ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό με τον όχλο: είναι ξένες προς όλες τις κοινωνικές διακλαδώσεις, και προς κάθε πολιτική αντιπροσώπευση. Όμως, ενώ ο όχλος οικειοποιείται (έστω και με διεστραμμένη μορφή) τα κριτήρια και τις απόψεις της άρχουσας τάξης, οι μάζες αντανακλούν, και κατά κάποιο τρόπο παραμορφώνουν, τα κριτήρια και τις απόψεις όλων των τάξεων απέναντι στα δημόσια πράγματα. Τα κριτήρια του “μαζανθρώπου” δεν καθορίζονται μόνο, ή έστω βασικά, από την τάξη στην οποία ανήκει, αλλά μάλλον από διάχυτες επιρροές και πεποιθήσεις που συμμερίζονται, υποσυνείδητα και σε ίσο βαθμό, όλες οι κοινωνικές τάξεις.[…] -σελ.45

[…]Ο ολοκληρωτικός ηγέτης δεν είναι, ουσιαστικά, τίποτα περισσότερο ή λιγότερο, παρά ένας υπάλληλος των μαζών που οδηγεί. Δεν είναι άτομο διψασμένο για εξουσία, που επιβάλλει στους υπηκόους του μια τυραννική και αυθαίρετη θέληση. Επειδή είναι απλός υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί κάθε στιγμή, και εξαρτάται εξίσου από τη «θέληση» των μαζών που ενσαρκώνει, όσο και οι μάζες εξαρτιόνται από αυτόν. Χωρίς αυτόν, οι μάζες δεν θα είχαν εξωτερική εκπροσώπηση και θα έμεναν μια άμορφη ορδή. Χωρίς τις μάζες, ο ηγέτης δεν υπάρχει.[…] -σελ.61

[…]Οι οργανώσεις βιτρίνας πλαισιώνουν τα μέλη μ’ έναν προστατευτικό τοίχο που τα χωρίζει από τον φυσιολογικό έξω κόσμο. Παράλληλα, είναι και το σημείο επαφής με αυτόν. Χωρίς αυτές, τα μέλη, πριν από την κατάληψη της εξουσίας, θα ένιωθαν ιδιαίτερα έντονα τις διαφορές που χωρίζουν τα πιστεύω τους από την πραγματικότητα των φυσιολογικών ανθρώπων. Η ευριματικότητα αυτής της τεχνικής για την κατάληψη της εξουσίας, είναι ότι οι οργανώσεις βιτρίνας δεν απομονώνουν απλά τα μέλη τους, αλλά τους προσφέρουν μια αυταπάτη φαινομενικής φυσιολογικότητας, που μειώνει την επίδραση της της αληθινής πραγματικότητας καλύτερα απ’ όσο η απλή κατήχηση. Η διαφορά ανάμεσα στη δική του στάση και σε εκείνη του συνοδοιπόρου του, επιβεβαιώνει σε έναν ναζί ή έναν μπολσεβίκο την πίστη του για την μυθική εξήγηση του κόσμου. Στο κάτω κάτω, ο συνοδοιπόρος έχει τα ίδια πιστεύω, αλλά με έναν πιο φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή λιγότερο φανατικό και πιο συγκεχυμένο. Έτσι, ο στρατευμένος έχει την εντύπωση ότι, όποιος δεν του υποδείχτηκε καθαρά ως εχθρός (ένας Εβραίος, ένας καπιταλιστής κλπ), είναι με το μέρος του, ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από μυστικούς συμμάχους, που απλά δεν έχουν ακόμα αρκετή δύναμη πνεύματος ή χαρακτήρα για να βγάλουν τα λογικά συμπεράσματα των ίδιων τους των πεποιθήσεων.[…] -σελ.119

[…]Μόλις το ηθικό πρόσωπο καταστραφεί, δεν μένει παρά ένα μόνο εμπόδιο για τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε ζωντανά πτώματα: οι διαφορές μεταξύ των ατόμων, η μοναδική ταυτότητα του καθένα. Αυτή η ατομικότητα μπορεί, σε μια στείρα μορφή, να διασωθεί χάρη σε ένα πνευματικό στωικισμό: Είναι βέβαιο ότι πολλοί άνθρωποι, υπό ολοκληρωτικές συνθήκες, βρήκαν και βρίσκουν ακόμη καθημερινά καταφύγιο σε αυτή την απόλυτη απομόνωση μιας προσωπικότητας χωρίς δικαιώματα ή συνείδηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η πλευρά του ανθρώπου, στο μέρος που στηρίζεται, κυρίως στη φύση και σε δυνάμεις που ξεφεύγουν από τον έλεγχο της λογικής, είναι η πιο δύσκολη να καταστραφεί (κι άμα καταστραφεί, είναι πάλι η πλευρά που ανασυγκροτείται πιο εύκολα).[…] -σελ.241