Οι τράπεζες των CoCos δεν προσφέρουν ρευστότητα…

Γραφει ο Θανάσης Μαυρίδης… Οι νυν μεγαλομέτοχοι των τραπεζών επιδιώκουν να κερδίσουν χρόνο βάζοντας όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα και προσδοκώντας σε μια αλλαγή σελίδας στην οικονομία. Οι Βρυξέλλες φαίνεται να συμφωνούν μαζί τους σε ό,τι αφορά τον χρόνο, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους

Η κυβέρνηση από την πλευρά της θα ήθελε να διορίσει νέες διοικήσεις σε όλες τις τράπεζες για να μπορεί να ασκεί «κοινωνική πολιτική». Οσο για τους πολίτες-καταναλωτές; Θα χρειαστεί να περιμένουν μερικά ακόμη χρόνια για να αποκτήσει η χώρα και πάλι ένα κανονικό τραπεζικό σύστημα!

Να σας εξηγήσουμε τι είναι τα CoCoς. Πρόκειται για χρηματοοικονομικούς τίτλους, κάτι μεταξύ ομολόγων και μετοχών, με ακριβό κόστος «διατήρησης». Είναι ένα τέχνασμα που βελτιώνει τους χρηματοοικονομικούς δείκτες της τράπεζας, αλλά την ίδια ώρα αυξάνει εντυπωσιακά το κόστος του χρήματος και δεν προσφέρει πραγματικό χρήμα στην αγορά. Οταν το κόστος του CoCos ανέρχεται στο 7%-9%, είναι ουτοπικό να περιμένει κανείς φρέσκο χρήμα με χαμηλότερα επιτόκια. Φρέσκο χρήμα που έτσι ή αλλιώς δεν υπάρχει, αφού τα CoCos δεν είναι πραγματικό χρήμα.

Η πολιτική αυτή εξυπηρετεί θεωρητικά τους ιδιώτες μετόχους των τραπεζών να διατηρήσουν τον έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων για να μην πέσει έτσι το πιστωτικό μας σύστημα στα νύχια του κράτους. Αυτά τα λέει η θεωρία. Η πράξη, ωστόσο, μας μαρτυρά άλλα πράγματα.

Η βιωσιμότητα των τραπεζών δεν εξαρτάται από το αν αυτές θα είναι ιδιωτικές ή κρατικές, αλλά από την πορεία της οικονομίας. Και η πορεία της οικονομίας επηρεάζεται σημαντικά από την ικανότητα των τραπεζών να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους. Χωρίς νέα δάνεια στην αγορά δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα να ανακάμψει η οικονομία. Το σπιράλ της ύφεσης θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν εκ νέου τα κόκκινα δάνεια και αυτό με τη σειρά του θα φέρει με νομοτελειακό τρόπο την επόμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Από την εποχή του κ. Αλογοσκούφη, λοιπόν, όλες οι κυβερνήσεις ακολούθησαν ένα μοντέλο που ήξεραν ότι θα αποτύγχανε, όπως και τελικά συνέβη! Η εναλλακτική που είχαν ήταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Σκανδιναβών: να περάσουν οι τράπεζες στον έλεγχο του κράτους, να διοριστούν νέες διοικήσεις με διεθνή διαγωνισμό και στη συνέχεια να πουληθούν αυτές σε ιδιώτες.

Το «καλό μοντέλο» δεν ακολουθήθηκε για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν ότι το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν ήθελε να αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων στο τραπεζικό σύστημα. Ο δεύτερος ότι η Ευρώπη δεν εμπιστευόταν τους διεθνείς διαγωνισμούς της Αθήνας!

Η σημερινή κυβέρνηση είναι πιο κοντά στο «καλό σενάριο», στη λογική της συνολικής εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος. Αλλά εδώ είναι που δεν υπάρχει ίχνος εμπιστοσύνης από την Ευρώπη! Στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη δεν πιστεύουν ότι ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης είναι το σκανδιναβικό μοντέλο, αλλά η δημιουργία ενός βολικού για την κυβέρνηση καθεστώτος στον τραπεζικό τομέα που θα διαιωνίσει την πολιτική ηγεμονία της. Και γι’ αυτή την εντύπωση δεν φταίνε μόνο οι Βρυξέλλες!

Οι «θεσμοί» θα δώσουν το πράσινο φως για τα CoCos επειδή δεν εμπιστεύονται τις προθέσεις των Αθηνών και επειδή θέλουν να κλοτσήσουν το μπαλάκι λίγο πιο κάτω. Ξέρουν ότι δεν είναι λύση.

Οι διοικήσεις των τραπεζών θέλουν να κρατήσουν πάση θυσία τα ηνία επειδή επιθυμούν να είναι μέρος της αυριανής λύσης. Οι μέτοχοι, όμως; Τι επιδιώκουν πραγματικά όταν ξέρουν ότι η σημερινή τους πρακτική θα τους οδηγήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα και πάλι στο γκισέ για να πληρώσουν τον επόμενο λογαριασμό; Την απάντηση θα την πάρουμε από την εξέλιξη των γεγονότων. Ολα και όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Αν κάποιος μεγαλομέτοχος, λοιπόν, καταφέρει να πουλήσει, τότε θα μιλάμε με θαυμασμό για τη «μεγάλη απόδραση». Αν όχι, θα εξιστορούμε το πώς χάθηκαν τα χρήματα κι αυτής της ανακεφαλαιοποίησης.

Θανάσης Μαυρίδης – Πρώτο Θέμα