Ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο Ντόναλντ Τραμπ και η πραγματικότητα…

Γράφει ο Ιωάννης Μαντζίκος… Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι φαινομενικά δυό όψεις του ίδιου νομίσματος: οι υποψηφιότητές τους δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στα κόμματά τους, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ και το κόμμα των Εργατικών στην Μεγάλη Βρετανία. Ο μεν Τραμπ διεκδικεί το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις εκλογές του 2016, ενώ ο Κόρμπιν διαδέχθηκε τον Εντ Μίλιμπαντ στην αρχηγία των Εργατικών πρόσφατα.

Ο Τραμπ και ο Κόρμπιν είναι εντελώς αντίθετες προσωπικότητες, έχουν διαφορετικά πιστεύω, διαφορετική κοσμοθεωρία. Παρά ταύτα ανατάραξαν τις κομματικές νόρμες. Ο εκκεντρικός ακροδεξιός επιχειρηματίας και ο ακροαριστερός –πριν μερικά χρόνια, γραφική φιγούρα– εντός των Εργατικών μοιράζονται κάτι κοινό με την δική μας πολιτική  σκηνή: τον λαϊκισμό και τη συναφή πολιτική ρητορεία τους. Και ο λαϊκισμός του Κόρμπιν και εκείνος του Τραμπ χρησιμοποιήθηκαν για να πείσουν το κομματικό ακροατήριο ότι είναι κάτι το διαφορετικό σε σχέση με τους ανθυποψηφίους τους. Ο Κόρμπιν «έπαιξε» με τον αντι-μπλαιρισμό μερίδας του Εργατικού Κόμματος, ενώ ο Τραμπ παρουσιάζει τους κύριους αντιπάλους του, Μάρκο Ρούμπιο, Σκοτ Γουώκερ και Τζεμπ Μπους, ως παραλλαγές του ίδιου «συστήματος» της Ουάσιγκτον.

Όμως το πλέον ανησυχητικό για το παράξενο αυτό ζευγάρι είναι οι απόψεις τους στην εξωτερική πολιτική, οι απόψεις τους για το πώς κινείται ο κόσμος. Το κοινό σημείο του Κόρμπιν, του Τραμπ (αλλά του δικού μας πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα) είναι περίπου το εξής: «θα κάνουμε τον πλανήτη να κινείται σύμφωνα με τις απόψεις που θέλει να ακούσει ο αγριεμένος πολίτης» Στην περίπτωση του Κόρμπιν φταίνε οι κακοί καπιταλιστές και ο αμερικανικός μιλιταρισμός, στην περίπτωση του Τραμπ φταίνε οι «κιτρινιάρηδες» και οι Κουδς, οι μετανάστες και όποιος δεν είναι με την Αμερική (και ως γνωστόν, στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, οι κακοί Γερμανοί και το επονείδιστο χρέος).

Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όμως, συναντάται πάντα σχεδόν η φαντασία με την πραγματικότητα. Στη δική μας περίπτωση είναι γνωστά τα αποτελέσματα των σχέσεων με τους «έξω». Ένα θέμα για την αμερικανο-βρετανική σχέση είναι το ζήτημα της Μέσης Ανατολής όπου παραδοσιακά Βρετανοί και Αμερικανοί έχουν κοινές απόψεις. Ενδεχομένως, μια προεδρία Τραμπ και μια πρωθυπουργία Κόρμπιν ίσως έφερνε το τέλος αυτής της σχέσης. Στον πόλεμο του Ιράκ, ο Τόνυ Μπλαιρ είχε την υποστήριξη των Τόρις, ενώ στις ΗΠΑ ο Τζορτζ Μπους είχε τη στήριξη μερίδας των Δημοκρατικών – και οι δύο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους παρ’ ότι σε αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα.

Ο Κόρμπιν ήταν εναντίον της εισβολής στο Ιράκ, μάλιστα ήταν αρχηγός της καμπάνιας «Σταματήστε τον Πόλεμο». Οι αντιμιλιταριστικές του αρχές και η θέση του ότι δεν θα συνεργαστεί με καθεστώτα που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα αφ’ ενός μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση με τα παγιωμένα Βρετανικά συμφέροντα, αφ’ ετέρου μπορεί να γίνουν αφορμή να κινδυνεύσουν εργαζόμενοι στις αμυντικές βιομηχανίες της χώρας για τις οποίες λέει ότι δεν χρειάζονται. Ασφαλώς, αντιτίθεται στην εμπλοκή στον πόλεμο της Συρίας, δεν δέχθηκε να δει τον αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι  (διότι θεωρεί ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος Μόρσι έπεσε πραξικοπηματικά), ενώ ανησυχία φέρνουν και οι απόψεις του για την Χεζμπολάχ ή τη Χαμάς – η εφημερίδα Telegraphμάλιστα «αποκάλυψε» ότι ο Κόρμπιν είχε μαζί τους οικονομικές δοσοληψίες, μέσω της εταιρείας Ίντερπαλ τις δραστηριότητες της οποίας είχε απαγορεύσει στις ΗΠΑ η κυβέρνηση διότι θεωρήθηκε ότι χρηματοδοτούσε τη Χαμάς. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο Κόρμπιν ταξίδεψε στη Γάζα με έξοδα της Ίντερπαλ, ο εκ των διευθυντών της οποίας, Εσσάμ Μουσταφά, φέρεται να έχει σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις. Ο Κόρμπιν τρέφει, επίσης, ιδιαίτερη συμπάθεια για το Ιράν, στο οποίο αναφέρεται ως φιλική χώρα, ενώ πρόσφατα γιόρτασε με εντελώς δικό του τρόπο τα 35 χρόνια της επανάστασης των Αγιατολάχ. Τέλος, μεταξύ του 2004 και του 2008, ο Κόρμπιν είχε κάποιες αδιευκρίνιστες σχέσεις με τον Μουκτάντα αλ Σαντρ, ηγέτη ιρακινών τζιχαντιστών μαχητών.

Ενώ φαίνεται ότι ο Κόρμπιν γνωρίζει πολύ καλά τον κόσμο, και μάλιστα από την καλή και την ανάποδη, ο Τραμπ είναι το άκρως αντίθετο. Στο θέμα της Ρωσίας και του προέδρου Πούτιν, π.χ., δήλωσε απλά ότι «θα τα βρούμε». Παραδέχθηκε εν μέρει, στο ντιμπέιτ του τηλεοπτικού CNN, ότι δεν γνωρίζει πολλά για την εξωτερική πολιτική, αλλά «υποσχέθηκε να μαζέψει τους καλύτερους». Δεν ξεχώριζε με ευκρίνεια τους Κούρδους από την ιρανική αλ-Κουντς, θέλει να βομβαρδίσει τα πετρέλαια του Ιράκ τα οποία ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος αλλά δυστυχώς τα περισσότερα εξ αυτών βρίσκονται στη Συρία, έχει την εντύπωση ότι μέρος της συμφωνίας του Ιράν είναι η υπεράσπιση του Ισραήλ. Τέτοια και άλλα «μαργαριτάρια» είναι η προσωπική του συμβολή.

Στην ιστορία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών  για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων υπήρξαν αρκετοί γραφικοί υποψήφιοι, όπως το 2012 ο Χέρμαν Κέιν που παρομοίαζε την εξωτερική πολιτική με τα κουκλάκια Πόκεμον, ή το 2008 ο Μαικ Χάκαμπι με το σποτ εξωτερικής πολιτικής στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Τσακ Νόρρις. Κανείς όμως δεν ήταν τόσο επικίνδυνα άσχετος όπως ο Τραμπ.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο λαϊκισμός μπορεί να βοηθά στο εσωτερικό ακροατήριο, μπορεί να βοηθά σε εκλογικές νίκες και χειραγώγηση των μαζών, κάποια στιγμή όμως, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο υποψήφιος εκλέγεται και έρχεται σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, η σύγκρουση με την πραγματικότητα είναι σφοδρή. Αυτό το νιώσαμε πολύ ζωντανά στην χώρα μας στα χρόνια του μνημονίου, το ξανανιώσαμε στην πρόσφατη εμφάνιση του πρωθυπουργού μας στις εκδηλώσεις του Μπιλ Κλίντον, στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνεχίζουμε να το νιώθουμε με διάφορες αφορμές.

Ιωάννης Μαντζίκος – booksjournal.gr
Φωτο: Ο Τζέρεμι Κόρμπιν μιλά σε συγκέντρωση στο Λονδίνο στις 21 Ιουνίου 2014 – David Holt