Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Αφαιρώ την αγωνία που βγαίνει από τις ψηφιακές εφημερίδες και καλοπροαίρετα την αποδίδω στον νέο νόμο.

Αφαιρώ τον εαυτό μου από την αγωνία του αύριο και ποντάρω πως θα γυρίσει κι ο τροχός και ό,τι θα μου συμβεί, θάνατος θα είναι ή η ανατολή νέας μετανάστευσης.

Αφαιρώ την κοινή μοίρα που βλέπω να σκεπάζει τους φίλους μου και πολλούς γνωστούς, καταλήγοντας πως δεν αποτελούμε κάποια ευπρεπή στατιστικώς ομάδα, καθώς κανέναν δεν αγγίζει το μαλακό πέπουλο του δημοσίου κορβανά.

Δεν αγνοώ πως στην τηλεόραση διαφημίζουν κατσαρολικά και άχρηστα αντικείμενα, δεν παραβλέπω την ματαιοπονία να φρεσκαριστείς εσωτερικώς με ιατρικοφανή καταπότια, επισημαίνω όλους αυτούς στις ΜΚΟ με την θερμουργό φωνή που δείχνουν ότι τα ΕΣΠΑ του παρελθόντος βρίσκονται στην φάση «επικοινωνία και προβολή της δράσης», ένδειξη ότι θα κάνουν αίτηση για την περίοδο 2014-2020 και τέλος ,πως κανένας υπουργεύων δεν άκουσε το Παιδί που τους είπε στο Συμβούλιο «μη πολυβγαίνετε στα κανάλια» διότι ξεσκίστηκαν έκτοτε να βγαίνουν.

Απεναντίας, χάθηκαν από το γυαλί οι εκτός κυβέρνησης παραστάτες του καθεστώτος, εκτός από τους συνήθεις εκνευριστικούς.

Κοντεύουν χίλιες μέρες που δεν αντέχω να αστειευτώ υπό το βάρος της διάγνωσης πως την έχουμε βαμμένη. Και πλάθω σχέδια επί χάρτου που καταλήγουν σε φαύλους κύκλους, σε λάθος οδηγίες ευθυπορείας.

Πως θα ήταν η κατάσταση άν δίναμε βάρος στις μεταρρυθμίσεις και όχι στα φορομπηχτικά; Αν αλλάζαμε την ατζέντα και σε ένα μήνα στέλναμε στη Βουλή όλα τα διαρθρωτικά ζητήματα;

Υπάρχει καιρός να άλλαζε ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας; να έπαυε κάθε προνόμιο των ανθρώπων αυτών που δημιουργεί θύλακες στασιμότητας και ξενοιασιάς;

Πως θα ήταν αν κρατούσαμε πλήρη, υποχρεωτικώς πλήρη σε προσωπικό παιδείας και υγείας τα νησιά και στην άλλη χώρα να δυναμώναμε με πλήρη στελέχωση τα 2/3 των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας;

Να ορίζαμε σε 40 τον ελαχιστο αριθμό μαθητών ανά τάξη και να δούλευαν δάσκαλοι και καθηγητές σε ολοήμερα σχολεία, (διδασκαλία το πρωί, φροντιστήριο και άλλα μετά το μεσημέρι) ώστε οι γονείς να γλύτωναν το κόστος φύλαξης των μικρών και τα φροντιστήρια των μεγαλύτερων; να ακυρώνονταν οι αποσπάσεις, οι μετατάξεις και τα υπόλοιπα;

Και αβλεπί να κάλυπταν άλλες ανάγκες οι στρατοί των υπαλλήλων στα υπουργεία και σε παράξενες υπηρεσίες;

Μπα. Νέες στρατιές ανέργων, λιγότεροι φόροι, αδιέξοδα. Οι «επενδύσεις» σημαίνουν «μαγαζιά».

Δεν υπάρχει καιρός. Και να υπήρχε, κανένας δεν θα το δέχονταν.

Μέτρησα καμια εικοσαριά απλοποιήσεις και τάχα ριζοσπαστικές αλλαγές και κατέληξα πως δεν τη γλυτώνουμε έτσι. Η κοινωνία θα πνιγεί προσπαθώντας να σώσει τα άνθη του αγρού που καταπατούν αγέλες ελεφάντων.

Τα χρήματα θα τελειώσουν, καθώς δεν κυκλοφορούν ως χρήματα, αλλά ως ηθικές αξίες. Ως δικαίωμα, και όχι ως πτηνό που παγιδεύεις με μια σαγήνη.

Και φυσικά, ακολουθούν όλες οι αρνητικές σκέψεις.

Μήπως μας οδηγούν σε αναγκαστική έξοδο από όλα, μα όλα τα συνήθειά μας; Μήπως η κοινωνική μας δομή είναι αυστηρώς ακατάλληλη για επιβίωση;

Μήπως ένα νέο στρώμα κτισμάτων, θεσμών,πεποιθήσεων και δοξασιών μας περιμένει;

Και ο θρήνος από δέκα χιλιάδες πλατείες Κλαυθμώνος θα σκεπάσει τον θρήνο αυτών που παλεύουν με νόμους, κανόνες και διατάξεις, κολυμπώντας στο σχετικό χαρτοβασίλειο, που θα είναι χρήσιμο μόνον στους ιστορικούς της πέμπτης γενιάς; Ποιά είναι η βάση του γενικού εφιάλτη ή της ελπίδας πως όλα θα στρώσουν με από μηχανής θεούς;

Πιάνω μετά κι ακούω μια μακρινή εκπομπή. Από την Ελλάδα του 1915, από την Ελλάδα του 1945. Με την ακράδαντη πίστη σε μακρινούς συμμάχους και μόνιμη αντιπαλότητα στους γείτονες.

Με τις ανθούσες παροικίες και ομογένειες που συχνά διαλύονται και καταλήγουν να στεγνώνουν τα κουρέλια τους και να θάβουν τους νεκρούς τους σε μια κοιτίδα που κάποτε απαρνήθηκαν και νόμιζαν πως στέριωσαν αλλού.

Και, φαντάσου, ποτέ δεν πήραμε το μέρος των ηττημένων, στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συρράξεις. Σε αντίθεση με την παλαιότητά μας, όταν διαλέγαμε τον λάθος διεκδικητή στις τότε αναμετρήσεις.

Μετά, ησύχασα.

Η κλίμακα της Κρίσης διαφέρει.

Οι οικογενειακές ιστορίες είναι κατάφορτες από ξεπεσμένους προγόνους, συγγενείς που έπιασαν την καλή και μετά τους ξέφυγε, πωλητές τιμαλφών και ξεσαλωμένους γλεντζέδες που έχαναν στο τάβλι σπίτια και λίρες.

Μιά διαδοχή από αγρότες που έβγαλαν στο σόι επιστήμονες η εμπόρους, από πρόσφυγες που στάθηκαν στα πόδια τους ή πέθαναν στην καραντίνα, από περιόδους ευμάρειας που σπανίως διατηρήθηκε πάνω από δύο γενιές.

Και παντού η λέξη «κεραμίδι», η λέξη «εξασφάλιση», η λεξη «αλλαγή», η φράση «για τα παιδιά»

Άλλοτε, αλλού και αλλιώς θα στρώσουν τα πράματα. Ως τότε, ξεπεσμένοι.

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud