Η παγκόσμια φύση του Ρωμαϊκού Δικαίου…

Του Richard M. Ebeling*… Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι δεν άφησαν πίσω τους κάποιο συστηματοποιημένο σώμα θεωριών σχετικά με τα οικονομικά. Βέβαια, πολλές από αυτές τις ιδέες υπήρξαν δανεικές από τους Έλληνες. Οι Ρωμαίοι ενδιαφέρονταν κυρίως για «πρακτικά» ζητήματα, και έτσι θεωρούντο περισσότερο της «πράξης» παρά της «θεωρίας».

Στον τομέα της νομικής και των συμβολαίων άφησαν πίσω τους ένα συγκροτημένο σώμα σκέψεων. Η μελέτη των Ρωμαϊκών νόμων επηρέασε καταλυτικά τις επόμενες γενιές, ιδιαίτερα στις χώρες του Δυτικού κόσμου, μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η βασική συνεισφορά τους ήταν η νομική βάση πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν κατά κύριο λόγο η ιδιοκτησία και οι συναλλαγές στη Δύση.

Ο σεβασμός στους τοπικούς νόμους των διάφορων λαών

Καθώς επεκτεινόταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενσωμάτωνε έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμών πληθυσμών και πολιτισμών πολύ διαφορετικών σε σχέση με τους Ρωμαίους. Βέβαια, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην εποχή της ακμής της επεκτεινόταν σε μεγάλο μέρος της Δυτικής, της Κεντρικής και της Νότιας Ευρώπης, σχεδόν σε όλη τη Μέση Ανατολή, και σε μέρη της Βόρειας Αφρικής, συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος της Αιγύπτου νοτιότερα του Νείλου. Ήταν πολύ σημαντικό να δημιουργηθούν νομικοί όροι και κώδικες αρκετά ευρείς και γενικοί ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν η ποικιλομορφία της αυτοκρατορίας, αλλά και να υπάρξει ένας βαθμός ομοιομορφίας για όλους τους υπηκόους της.

Οι Ρωμαίοι νομικοί και φιλόσοφοι κατάφεραν να κάνουν διάκριση μεταξύ των κανόνων και των νόμων για τους πολίτες της Ρώμης και του ευρύτερου νομικού κώδικα για όλη την αυτοκρατορία.

Ο Ρωμαίος πολίτης –ο πολίτης της Ρώμης, της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας- ήταν υπό τη δικαιοδοσία του jus civile, του «δικαίου της πόλης».

Επρόκειτο για έναν κανόνα δικαίου που αντικατόπτριζε τις εξελιγμένες παραδόσεις και τα ήθη της ίδιας της Ρώμης και αφορούσε τα δικαιώματα, τα προνόμια και τα καθήκοντα ενός Ρωμαίου πολίτη απέναντι στον νόμο και τους συμπολίτες του. Βέβαια, κάθε μέρος της αυτοκρατορίας είχε το δικό του «δίκαιο της πόλης», το οποίο έπρεπε να υπακούουν οι κάτοικοι της επαρχίας ή της περιοχής για να προστατέψουν τα δικαιώματά τους σε τοπικές νομικές υποθέσεις, και έπρεπε να σέβονται οι Ρωμαϊκές αρχές.

Ένα ενιαίο δίκαιο

Σε αντιδιαστολή με το «δίκαιο της πόλης», υπάρχει το «γενικό δίκαιο» (jus gentium). Αυτός ο κώδικας ήταν φτιαγμένος για να εφαρμοστεί σε όλα τα μέλη της αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τους τοπικούς νόμους και τα ήθη. Καθώς το «γενικό δίκαιο» έπρεπε να υπερβαίνει τις τοπικές παραδόσεις των υπηκόων, ήταν αναγκαίο να βασιστεί σε έννοιες δικαίου και «δικαιωμάτων» που ήταν ευρύτερες από οποιαδήποτε ήθη, ακόμα και της Ρώμης.

Από την ανάπτυξη του κώδικα του «ενιαίου δικαίου» προέκυψε το jus naturale, δηλαδή το «φυσικό δίκαιο».

Οι Ρωμαίοι έκαναν διάκριση μεταξύ του ανθρώπινου δικαίου και ενός «υψηλότερου» δικαίου που η λογική μπορούσε να δείξει ότι είναι σωστό και ηθικό για όλους, ανεξάρτητα από το άτομο ή την ομάδα όπου εφαρμοζόταν, και στο οποίο συμφωνούσαν και συναινούσαν όλοι οι λογικοί άνθρωποι με καλή θέληση.

Για 2.000 χρόνια, το Ρωμαϊκό δίκαιο έχει αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία οι άνθρωποι έχουν ισχυριστεί ότι διαθέτουν ορισμένα απαράγραπτα δικαιώματα που καμία κυβέρνηση δεν μπορούσε να αλλοιώσει ή να παραβιάσει χωρίς να παραβιάσει ταυτόχρονα έναν κώδικα συμπεριφοράς μεταξύ ανθρώπων, τον οποίο καμία προσωρινή κυβέρνηση δεν έχει την εξουσία ή το δικαίωμα να καταργήσει.

Όπως με όλες τις κυβερνήσεις και τις αυτοκρατορίες, όμως, η πραγματικότητα συχνά διαφέρει από το ιδανικό. Οι Ρωμαίοι ήταν σκληροί άρχοντες και δεν ανέχονταν οποιαδήποτε σοβαρή εξέγερση ή διαφωνία. Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, ήταν συνυφασμένοι με τον θεσμό της δουλείας, που σήμαινε ότι αυτοί που απολάμβαναν πλήρως τα «δικαιώματα» ήταν η μειοψηφία. Εν τούτοις, ένας από τους σημαντικότερους σπόρους φυτεύτηκε και άσκησε καταλυτική επίδραση στην ανάπτυξη της Δύσης.

Το δίκαιο, η ιδιοκτησία και η εμπορική ανάπτυξη

Από τη Ρωμαϊκή επινόηση του «ενιαίου» δικαίου δημιουργήθηκε ένα εντελώς αναλυτικό σώμα νόμων περί συμβολαίων και ιδιοκτησίας που, αντίθετα με την αρχαία Ελλάδα, έδωσε ευρύ περιθώριο και αυτονομία στο ελεύθερο άτομο στη χρήση και τη διάθεση του εαυτού του και της περιουσίας του.

Κατά συνέπεια, το Ρωμαϊκό δίκαιο σε πολλές συναλλαγές σεβάστηκε τις τιμές που καθορίζονται από την αγορά ως «δίκαιες», επειδή αντιπροσώπευαν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών που προέκυψαν από αμοιβαίες συμφωνίες. Το Ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσε, επίσης, τη βάση για ένα τεράστιο δίκτυο παραγωγής, ανταλλαγών και εμπορίου που απλωνόταν μέχρι και στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Το Ρωμαϊκό δίκαιο υιοθετούσε ένα σύστημα κατανομής του μόχθου και συναλλαγών που βασιζόταν στις αγορές, οι οποίες ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου, μεγάλο μέρος της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, την πλειονότητα της Μέσης Ανατολής και τμήματα της Βορείου Αφρικής μια τεράστια οικονομική μονάδα. Δεδομένων των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς δια ξηράς και θαλάσσης (και πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα υπάρχουν τμήματα του Ρωμαϊκού οδικού δικτύου που είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη), το αποτέλεσμα ήταν η ελεύθερη μετακίνηση των αγαθών, των πρώτων υλών, και των ανθρώπων από τον Ατλαντικό Ωκεανό στον Περσικό Κόλπο, και από τη Βαλτική Θάλασσα στα κύρια ρεύματα του Νείλου.

Βέβαια, οι Ρωμαίοι δεν είχαν ποτέ εντελώς ελεύθερο εμπόριο ή laissez-faire. Το εμπόριο διάφορων αγαθών πάντα διεπόταν από αυτοκρατορικούς ελέγχους και κανονισμούς.

Όπως παρατήρησε ο Αυστριακός οικονομολόγος Ludwig von Mises στην Ανθρώπινη Δράση:

«Μπορεί να μην είναι ξεκάθαρο αν είναι σωστό να αποκαλέσουμε καπιταλισμό την οικονομική οργάνωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οπωσδήποτε, είναι βέβαιο ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 2ο αι. μ. Χ., την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων, των ‘καλών’ αυτοκρατόρων, είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο κατανομής του μόχθου και εμπορίου μεταξύ περιοχών. Αρκετά μητροπολιτικά κέντρα, ένας σημαντικός αριθμός πόλεων μετρίου μεγέθους, και πολλές μικρές πόλεις αποτέλεσαν τις έδρες ενός εξελιγμένου πολιτισμού».

«Οι κάτοικοι αυτών των αστικών μαζών έπαιρναν αποθέματα σε τρόφιμα και πρώτες ύλες όχι μόνο από τα γειτονικά αγροτικά προάστια, αλλά και από μακρινές επαρχίες. Ένα μέρος από αυτές τις προμήθειες έφτανε και στις πόλεις ως έσοδα από τους πλούσιους κατοίκους που κατείχαν γη. Εν τούτοις, ένα μεγάλο μέρος των αποθεμάτων αγοραζόταν με αντάλλαγμα τις αγορές των προϊόντων που προέκυπταν από τις διεργασίες επεξεργασίας των κατοίκων των πόλεων».

«Υπήρχε, επίσης, εκτεταμένο εμπόριο μεταξύ των διάφορων περιοχών της τεράστιας αυτοκρατορίας. Υπήρχε μια αυξανόμενη τάση για εξειδίκευση όχι μόνο στις βιομηχανίες επεξεργασίας, αλλά και στη γεωργία. Τα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας δεν ήταν πλέον αυτάρκη οικονομικά, αλλά αλληλοεξαρτώμενα».

*Ο Richard M. Ebeling υπήρξε Πρόεδρος του FEE από το 2003 έως το 2008.
fee.org