Βίκυ Μοσχολιού, άνθρωπος μονάχος…

Ας κλείσουμε τα μάτια μας και ας μεταφερθούμε νοητό πίσω στον χρόνο. Έτος προορισμού 1943.

Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε την εικόνα ενός κλασσικού σπιτιού στο κέντρο της Αθήνας, στο Μεταξουργείο. Οι ασπρόμαυρες κακοφωτισμένες ταινίες μας βοηθούν στην δημιουργία της εικόνας. Ας δοκιμάσουμε να οξύνουμε άλλη μια αίσθησή μας. Την ακοή. Ας επιτρέψουμε στα αυτιά μας να γεμίσουμε με τον χαρακτηριστικό ήχο του 45άρι δίσκου που σέρνεται νωχελικά πάνω στην βελόνα του γραμμόφωνου. Όταν ολοκληρωθεί η εικόνα έχουμε το περιβάλλον που γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα της χρόνια η Βίκυ Μοσχολιού.

Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Αιγάλεω. Τα χρόνια εξαιρετικά δύσκολα για όλους και η οικογένεια Μοσχολιού δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ως αποτέλεσμα η Βίκυ ρίχτηκε στη βιοπάλη από τα 13 θέλοντας να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα. Τα επαγγέλματα που ήταν αποδεκτά, αξιοπρεπή για τις κοπέλες τότε ήταν σε βιοτεχνίες ενδυμάτων. Έτσι η «έναρξη επαγγέλματος» για την Βίκυ Μοσχολιού γράφει κορδελιάστρα. Μέσα στην γραμμή παραγωγής ανάμεσα στις κλωστές και στα καρούλια εκτός από τις μηχανικούς και μονότονους θορύβους των μηχανών, ακουγόταν μια κοπέλα να σιγοτραγουδά. Η Βίκυ μετέφερε στην βιοτεχνία που εργαζόταν όλους εκείνους τους ήχους που κατέκλυζαν το σπίτι και τα παιδικά της χρόνια. Και με τον τρόπο αυτό ελάφρυνε το ωράριο τόσο το δικό της, όσο και των κοριτσιών που δούλευαν στο πλάι της. Οι οποίες με τη σειρά τους την παροτρύνουν να συνεχίσει να τραγουδάει και τις ώρες που κάνουν διάλλειμα ή τις ώρες που χαλάρωναν και ονειρεύονταν κάτω από τις ανθισμένες αμυγδαλιές στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω.

Κάπου σε αυτό το σημείο η ζωή ενός συνηθισμένου κοριτσιού εμπλουτίζεται από το υλικό με το οποίο φτιάχνονται τα παραμύθια. Προσφέρεται στην Βίκυ το γυάλινο παπούτσι που θα την βγάλει από την φτωχική ζωή. Και δεν είναι άλλο από το τραγούδι. Οι αυστηρών αρχών γονείς της όμως το αποκλείουν κατηγορηματικά. Μια άρνηση όχι και τόσο ισχυρή όπως αποδείχτηκε, καθώς αρκούσε η παρέμβαση της ξαδέρφης της Έφης Λίντα, στον ρόλο της καλής νεράιδας στην περίπτωσή μας, για να πειστούν και επιτρέψουν στην Βίκυ να ανέβει στο πάλκο.

Ήταν η Κυριακή του Πάσχα το 1962 όταν η 19χρονη Βίκυ Μοσχολιού πλαισίωνε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Δούκισσα στην «Τριάνα του Χειλά». Το παραμύθι είχε αρχίσει να ξετυλίγεται και η «δικιά μας» σταχτοπούτα δεν είχε τον φόβο του μεσονυχτίου. Η φωνή της, της είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα του παραμυθένιου κάστρου.

Δύο χρόνια μετά ο Σταύρος Ξαρχάκος ψάχνει την φωνή που θα ερμηνεύσει το «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα». Η αναζήτηση στην αθηναϊκή νύχτα είχε και μια στάση στο κέντρο που εμφανιζόταν και η Μοσχολιού. Και ήταν και η τελευταία. Η Βίκυ ερμήνευσε το τραγούδι και η καριέρα της πασπαλίστηκε με χρυσόσκονη. Ακολουθούν πολλές συνεργασίες με ονόματα που μεσουρανούσαν στο ελληνικό πεντάγραμμο της εποχής.

Συνεργάζεται με τον  Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκυ Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Μίμη Πλέσσα, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Σταμάτη Κραουνάκη. Το βιογραφικό της εμπλουτίζεται με επιτυχίες όπως «Τα τρένα που φύγαν», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Τα αρχοντορεμπέτικα» «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Πού πας χωρίς αγάπη», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της δίνουν το όνομά τους σε νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».η Βίκυ Μοσχολιού ξεχώρισε καθώς το ρεπερτόριό της ήταν πλούσιο. Ξεκίναγε από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο. Η ιδιαίτερη φωνή της με την χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες μπόρεσε ποτέ να χωρέσει σε νόρμες ή να προσδιοριστεί από ταμπέλες.

Η επιτυχία και η αποδοχή του κοινού της προσφέρθηκε απλόχερα. Ανήσυχο όμως πνεύμα δεν στάθηκε εκεί. Ξεκινά με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60.

Το 1968 θα επισκεφτεί την Κύπρο. Στην διάρκεια της μεγάλης σταδιοδρομίας της εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας. Το ρεπερτόριο των εμφανίσεων της περιλάμβανε επίσης και εμφανίσει  στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού.

Στη διάρκεια των περιοδειών η Βίκυ ανακάλυψε το πόσο πολύ την τροφοδοτούσε η ενέργεια που λάμβανε από το κοινό. Της άρεσε και πλέον την επιζητούσε. Με κάθε τρόπο. Της έδινε την απαραίτητη ενέργεια για να εξελίσσεται. Παράτησε τα μεγάλα κέντρα ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι γύριζε την πλάτη στις μεγάλες αμοιβές και κατηφόρισε στην Πλάκα. Τραγούδαγε σε μπουάτ κάνοντάς τες μόδα. Ο «Ζυγός» και το «Zoom» πέρασαν στο πάνθεον της αθηναϊκής νύχτας και η Βίκυ έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτό.

Η Μοσχολιού υπήρξε αναπόσπαστο μέλος του ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος, αλλά ποτέ δεν ταυτίστηκε με αυτό. Στις ιδιωτικές της στιγμές, όταν δεν υπήρχαν δίπλα της μεγάλοι καλλιτέχνες, άνθρωποι του επιχειρείν ή πολιτικοί – υπήρξε η αγαπημένη τραγουδίστρια του Κωνσταντίνου Καραμανλή – η Βίκυ ζούσε πολύ απλά. Δεν ακολουθούσε τον τρόπο ζωής των υπολοίπων. Δεν ήταν φίλη με αυτούς. Δεν της άρεσε να πίνει, να τζογάρει να διασκεδάζει χωρίς μέτρο. Η αγαπημένη της συνήθεια ήταν ένας φραπέ πριν εμφανιστεί στην πίστα. Πάντα επαγγελματίας. Γιατί έτσι είχε μάθει. Ακόμη και όταν θεωρούταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του τραγουδιού πήγαινε στο κέντρο που εμφανιζόταν πολύ πριν την έναρξη του προγράμματος. Και κοιτούσε με απορία τα αδειανά καμαρίνια των νεώτερων καλλιτεχνών που εμφανιζόταν λίγο πριν εμφανιστούν.

Πάντα αξιοπρεπής. Τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και στον τρόπο που αντιμετώπισε αυτή που έμελλε να είναι η τελευταία της περιπέτεια. Η μάχη με τον καρκίνο. Η είδηση την τρόμαξε. Αποφάσισε να τον πολεμήσει. Και ακόμη και αν έχανε να έφευγε όρθια. Όπως είχε μάθει να κάνει. Όπως επιχείρησε να υποδεχτεί στο δωμάτιο του νοσοκομείου τον Κώστα Καραμανλή που πήγε να της συμπαρασταθεί στην τελευταία της περιπέτεια. Εκεί που γράφτηκε το τέλος του παραμυθιού της. Ένα όμορφο, αλλά σύντομο παραμύθι. Όπως είχε προβλέψει μια τσιγγάνα στο Τουρκολίμανο πολλά χρόνια πριν. «Η γραμμή ζωής της είναι μικρή» είχε πει στο αυτί της στενής της φίλης Αρετής Γκόρντον. Και ήταν μικρή καθώς τελείωσε στα 62 της χρόνια. Στα μέσα Αυγούστου 2005. Σύντομη, αλλά τόσο γεμάτη.

Όταν η Βίκυ Παντρεύτηκε τον Μίμη

Πολλά χρόνια πριν ο πρωτοσέλιδος έρωτας του Ντέϊβιντ Μπέκαμ και της Βικτώρια μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των media, οι δύο κόσμοι του ποδοσφαίρου και του πενταγράμμου είχαν ενωθεί σε σάρκα μια στην Μητρόπολη Αθηνών, την πρωτομαγιά του 1967. Ο «στρατηγός» του μεγάλου Παναθηναϊκού εκείνης της εποχής και η μια και μοναδική Βίκυ Μοσχολιού ένωναν τις ζωές τους. Η είδηση φυσικά «έπαιζε» στις κοσμικές στήλες για πολλές μέρες πριν την τελετή. Όσο περνούσαν οι μέρες το ενδιαφέρον του κόσμου κλιμακωνόταν. Αποτέλεσμα; Την ημέρα του γάμου περισσότεροι από 30 χιλιάδες κόσμου παρευρέθηκαν για να δουν από κοντά το λαμπερό ζεύγος. Οι στιγμές που ακολούθησαν τόσο κατά την είσοδο του ζεύγους στην εκκλησία, όσο και κατά την έξοδο ήταν πρωτόγνωρες.

Οι εφημερίδες την επόμενη μέρα έκαναν λόγο για εκδηλώσεις λατρείας που λίγο απείχαν από το λιντσάρισμα. Σε ένα ρεπορτάζ αναφερόταν ότι απαιτήθηκε η συνδρομή ενός παλαιστή – χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν φίλος του ζεύγους ή απλώς περίεργος – προκειμένου να πλησιάσει στα σκαλιά της εκκλησίας. Πιο προνοητικές αποδείχτηκαν πάντως οι γυναίκες θαυμάστριες που είχαν φροντίσει να είναι από νωρίς στον γυναικωνίτη για να έχουν μια καλύτερη οπτική του δρώμενου. Ο ναός πάντως μετά το πέρας θύμιζε κερκίδα γηπέδου μετά από ντέρμπυ. Οι ζημιές έφτασαν στα 15.000 δραχμές, ποσό που κλήθηκε να πληρώσει το ζεύγος. Αυτό που ξεχώρισε – πέραν της κοσμοσυρροής – ήταν οι μπομπονιέρες. Ήταν διακοσμημένες με ένα κλειδί του σολ και το σήμα του Παναθηναϊκού. Το ζεύγος πίστευε ότι 7.000 θα ήταν αρκετές. Αποδείχτηκαν πολύ λίγες. Κατέληξαν συλλεκτικές.