Όσο βάθαινε η οικονομική κρίση οι τραπεζικές ηγεσίες αρνούνταν …

Γράφει ο Συντάκτης Η αιχμή του παραγωγικού δόρατος σε κάθε οικονομία είναι το τραπεζικό της σύστημα. Είναι ο παραγωγικός κλάδος από την οργάνωση και την ποιότητα του οποίου εξαρτάται απολύτως η οικονομική πορεία, η ανάπτυξη -ή όπως στην περίπτωση μας, από την πολύπλευρη ανεπάρκεια του- η καταβαράθρωση της οικονομίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική ζωή και στην ανάπτυξη ήταν εξίσου σημαντικός και στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και στην τρέχουσα ελληνική του έκδοση εάν ποτέ «εθνικοποιηθούν» -απαλλοτριωθούν είναι το σωστό- οι τράπεζες.

Το τραπεζικό σύστημα, «οι τράπεζες», δεν είναι απρόσωπο, πολύ περισσότερο σε μια μικρή χώρα με περιορισμένη εσωτερική αγορά όπως την δική μας. Τα στελέχη τους είναι δημόσια πρόσωπα και η κατάρτιση, οι ικανότητες, η ανεπάρκεια τους είναι στοιχεία που έχουν καθοριστικό ρόλο για την πορεία της οικονομίας της χώρας.

Είτε οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά σχήματα, είτε είναι συνεταιριστικές, είτε προερχόμενες από ειδικό καθεστώς ίδρυσης όπως η Αγροτική και το ΤΤ.

Οι «συστημικες» τράπεζες, είναι καθαρά ανώνυμες κεφαλαιακές εταιρείες με συγκεκριμένη μετοχική σύνθεση και επώνυμη διοίκηση. Με την εξέλιξη της κρίσης για την συγκεντροποίηση και την συσσώρευση ζημιών, αυτές οι ανώνυμες εταιρείες συγχωνευτήκαν άρον-άρον, αναδιατάσσοντας τα ίδια πρόσωπα στην ιεραρχία των τελικών σχημάτων που πρόεκυψαν από τις συγχώνευσεις εξαγορές – και τις άσκοπες «πανάκριβες» τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις. Εννοείται  ότι με τον νεότευκτο κομψό όρο ανακεφαλαιοποίηση παραφράζεται και εν μέρει αποσιωπάται η πραγματικότητα.

Αυτό που φέρεται ως ανακεφαλαιοποίηση είναι οι αλλεπάλληλες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, που πραγματοποίησε το δημόσιο με τα δανεικά των μνημονίων.

Για να ακριβολογούμε, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών πραγματοποιήθηκε με δημόσιο χρήμα, με ότι ευθύνες και υποχρεώσεις προκύπτουν για τους διαχειριστές του.

Εν προκειμένω για τα ΔΣ και τους διευθύνοντες συμβούλους των τραπεζών.

Ότι θα πήγαιναν στο «βρόντο» τα λεφτά για τις ανα κεφαλαιοποιησεις, ήταν προδιαγεγραμμένο και φανερό για τους γνώστες της κατάστασης που επικρατεί στην τραπεζική αγορά.

Το τραπεζικό μας σύστημα και η ηγεσία του, αρνήθηκε να αποδεχτεί και να κατανοήσει ότι με την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη το 2000 έπρεπε να εναρμονίσει την φιλοσοφία του και τις υπηρεσίες του με το Ευρωπαϊκό.

Οι βασικές αίτιες είναι δυο:

  1. Ότι δεν διέθετε και δεν ανέδειξε σε ικανό αριθμό στελέχη με επιστημονική κατάρτιση στην σύγχρονη τραπεζική. Την διεκπεραίωση της εισόδου στον κόσμο του ευρώ ανέλαβαν στελέχη που όχι μόνο δεν γνώριζαν τα σύγχρονα χρηματοοικονομικα εργαλεία (μετοχές, παράγωγα, αντίστροφη πώληση, ισοτιμίες νομισμάτων, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, σύνθετα, κλπ), όχι μόνο δεν γνώριζαν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, ούτε καν τα στοιχειώδη αγγλικά που είναι τα εντελώς απαραίτητα για την κατανόηση της πρακτικής λειτουργίας της αγοράς (πχ για τις  πλατφόρμες Eurex, Bloomberg).
    Μέχρι σήμερα η κατάσταση δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, οι ίδιοι άνθρωποι με νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου της δεκαετίας του 80 και ανύπαρκτη κατάρτιση ανέλαβαν να διαχειριστούν την κρίση για την δημιουργία της οποίας ευθύνονται σημαντικά. Δύσκολο.
  2. Η αντίληψη περί «κουτόφραγκων» επικράτησε και σε εκείνη την μερίδα των στελεχών -πλην ελαχίστων- τα οποία μπορούσαν να αντιληφθούν το εύρος και την ποιότητα των αλλαγών στον τραπεζικό και τον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα με την είσοδο στο ευρώ και την πρόσβαση στον χαμηλότοκο συγκριτικά δανεισμό μέσω του ευρωσυστήματος.

Το ότι δηλαδή μπορούσαν οι τράπεζες με εγγύηση τα ομόλογα που εξέδιδε το ελληνικό δημόσιο -για να καλύψει τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις μεταξύ των οποίων μισθούς και συντάξεις- να τα χρησιμοποιούν ταυτόχρονα με την έκδοση ως εγγυήσεις στην Ε.Κ.Τ. ώστε να δανειστούν από αυτήν με χαμηλότερο Επιτόκιο Euribor (Euro Interbank Offered rate) από αυτό που προσέφερε το δημόσιο ως κουπόνι στα ομόλογα του.

Με εξασφαλισμένη την διαφορά ανάμεσα στα δυο επιτόκια, η ζωή κυλούσε και το δημόσιο «φορτωνόταν» ακριβό χρέος.

Το 2007 ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση που αιφνιδίασε την έτσι και αλλιώς καθυστερημένη διευθυντική ομάδα των ελληνικών τραπεζών.

Και της Τράπεζας της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης, που ως κεντρική τράπεζα της χώρας και κεντρική εποπτική τραπεζική αρχή αρνιόταν να παραιτηθεί από τις «εμπορικές» της δραστηριότητες, κατά παράβαση και του τύπου και της ουσίας των νόμων αλλά και του κανονισμού λειτουργίας του ευρωσυστήματος.

Το μέγεθος του ελληνικού τραπεζικού επαρχιωτισμού αλλά και της ελλειμματικής εποπτείας από την τράπεζα της Ελλάδος, οδήγησε στον τραγέλαφο της χρηματοδότησης των κομμάτων εν όψη των εκλογών με εγγύηση το μελλοντικό εκλογικό τους αποτέλεσμα.

Το ύψος της χρηματοδότησης βέβαια καθορίζονταν από το ποσοστιαίο εκλογικό αποτέλεσμα τους, αλλά των προηγούμενων εκλογών.

Με δυο λόγια και προεξοφλούσαν το εκλογικό αποτέλεσμα και δέσμευαν τα κόμματα, φορτώνοντας τα δάνεια μετατρέποντας τα σε «πελάτες». (future συμβόλαιο οι εκλογές)

Με την ίδια μεθοδολογία, με αδιάκοπα και μάλλον επισφαλή δάνεια χρηματοδοτούσαν τα ΜΜΕ και τα μετέτρεπαν και αυτά σε «πελάτες».

Με την ίδια μεθοδολογία χρηματοδοτούσαν επιλεκτικά επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Η βάση της διαπλοκής και της οικονομικής καθυστέρησης εδράζει στις πιο πάνω συμπεριφορές και πολιτικές.

Όσο βάθαινε η οικονομική κρίση, οι τραπεζικές ηγεσίες αρνούνταν να αποδεχτούν ότι δεν είναι σε θέση ούτε να την αντιμετωπίσουν ούτε να την κατανοήσουν, αλλά κυρίως αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους και το ευρωσύστημα.

Ενδεικτική είναι η άτακτη αποχώρηση του γαλλικού τραπεζικού κολοσσού της Credit Agricole Bank, τέως ιδιοκτήτη της Εμπορικής Τράπεζας, την οποία αγόρασε το 2006 προς 25 ευρώ την μετοχή και αποχωρώντας την χάρισε κυριολεκτικά.

Ότι και να συζητούν οι πολιτικές ηγεσίες σε Ντιμπέιτ και στη Βουλή και στο καφενείο, χωρίς σύγχρονη αξιόπιστη διοίκηση στο τραπεζικό σύστημα δεν πρόκειται να κάνουν τίποτε.

Γιατί τίθεται το απλό ερώτημα: Όταν έχεις μια προβληματική επιχείρηση -όπως οι τραπεζες- που έχασε το μετοχικό της κεφάλαιο με δική της ευθύνη και της «βάζεις» χρήματα -δανεικά- χωρίς να αλλάξεις την διοίκηση της, τα ξαναχάνει τα χρήματα, «ξαναβάζεις» με την ίδια πάλι διοίκηση και πάλι τα ξαναχάνει τα χρήματα, τι κανεις;

Δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές.

Οι τράπεζες να ανακεφαλαιοποιηθούν και άμεσα να πουληθούν, ακόμη και να μεταβιβαστούν σε αξιόπιστες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Μόνο με πραγματικά ευρωπαϊκή τραπεζική νοοτροπία και χαμηλά επιτόκια έρχεται ανάκαμψη και ανάπτυξη στην αγορά.

Το άλλο σενάριο το ζούμε: capital control και μιζέρια.

elogiki.gr