Πρωτογενείς και δευτερογενείς κρίσεις στην ΕΕ…

Γραφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος… Κάθε σύστημα διακυβέρνησης οφείλει να ενσωματώνει ορισμένες προβλέψεις – με τη μορφή οργάνων, κανόνων και πρακτικών – για την επιτυχή αντιμετώπιση κρίσεων που ξεσπούν εντός του, είτε αυτές είναι δομικές είτε είναι συγκυριακές. Η υποχρέωση αυτή απορρέει απλούστατα από τη στόχευση κάθε συστήματος στην αυτοδιατήρησή του χωρίς υπερβολική σπατάλη ενέργειας και πόρων και χωρίς αυτή η προσπάθειά του να υπονομεύει τα ίδια τα νομιμοποιητικά θεμέλια επί των οποίων εδράζεται.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένα πολύπλοκο και σταδιακά εξελισσόμενο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, έζησε το 2015 πολλαπλές και εν μέρει ανατροφοδοτούμενες πρωτογενείς κρίσεις, οι οποίες αναμένεται ότι το 2016 θα συνεχίσουν να ξεδιπλώνουν τις επιπτώσεις τους. Οι κρίσεις αυτές μπορούν να χωρισθούν σε αυτές για τις οποίες η ίδια η ΕΕ δεν ευθύνεται (εξωγενείς κρίσεις) και σε αυτές για τις οποίες η ΕΕ φέρει ένα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, μερίδιο ευθύνης (ενδογενείς κρίσεις). Η διαχείριση όμως τόσο των εξωγενών όσο και των ενδογενών κρίσεων εναπόκειται στο ίδιο σύστημα, το οποίο καλείται εκόν-άκον να τις επιλύσει αποτελεσματικά και με δικαιοσύνη χωρίς εντέλει διαφοροποίηση μεταξύ τους όσον αφορά τα πολιτικά αποτελέσματα. Όταν ένα σύστημα διακυβέρνησης δεν φαίνεται, στα μάτια των πολιτών που το κρίνουν, να ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά στην αποστολή του αυτή, είτε επειδή οι προβλέψεις που έχει κάνει αποδεικνύονται εν τοις πράγμασιν ανεπαρκείς είτε επειδή οι προβλέψεις δεν εφαρμόζονται σωστά, δηλαδή με πραγματική βούληση συλλογικής υπέρβασης των κρίσεων, τότε εισέρχεται σε μια δευτερογενή κρίση, δηλαδή μια κρίση που γεννάται από την έλλειψη επαρκούς αντιμετώπισης των πρωτογενών κρίσεων και που τις παροξύνει ανατροφοδοτώντας τες.

Με μια ψύχραιμη και επιστημονικά αποστασιοποιημένη ματιά, αυτό δυστυχώς φαίνεται να συμβαίνει με την ΕΕ σήμερα. Εξωγενείς συγκυριακές κρίσεις (όπως η προσφυγική κρίση, για την οποία δεν φταίει η εξωτερική πολιτική χωρών της Ευρώπης αλλά πολύ περισσότερο η ανατίναξη της Μέσης Ανατολής από την άφρονα αμερικανική πολιτική εισβολής στο Ιράκ, και η άνοδος της φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας, με τελευταίο και χειρότερο σύμπτωμα την αποθέωση της ωμής βίας απ’ το λεγόμενο «Ισλαμικό Κράτος») συγχωνεύονται με ενδογενείς δομικές κρίσεις (όπως αυτή που φέρνει η υποβέλτιστη νομισματική ζώνη που κατ’ επίφαση μόνο αποκαλείται «Οικονομική» και Νομισματική Ένωση και οι φιλοκυκλικές, αποπληθωριστικές και περισταλτικές πολιτικές λιτότητας και υψηλής δομικής ανεργίας που γεννούν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Σ’ αυτές τις επιμέρους πρωτογενείς κρίσεις, οι οποίες είναι σαν παραπόταμοι που χύνονται σε ένα μεγάλο και ορμητικό ποταμό, προστίθενται και ενδογενείς μεν, αλλά συγκυριακές κρίσεις, όπως αυτή του λεγόμενου «Brexit» (δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής απειλής που αντιπροσωπεύει μια ενδεχόμενη έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ ως αποτέλεσμα του επερχόμενου δημοψηφίσματος, που ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αποφάσισε για λόγους καθαρά εσωτερικής κατανάλωσης).

Όλες οι παραπάνω πρωτογενείς κρίσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν από τα υπάρχοντα όργανα, τους κανόνες και τις διαδικασίες ενός υπερεθνικού μορφώματος που είχε ξεκινήσει ως μια Κοινή Αγορά και που, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είχε προβλέψει, είχε καθυστερήσει, ή απλά είχε εθελοτυφλήσει στην αναζήτηση κοινά αποδεκτών, ορθολογικών και δίκαιων μηχανισμών διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων. Είναι γεγονός ότι η Ένωση έχει προχωρήσει μέσα από κρίσεις, όπως αναφέρεται σε όλα τα εγχειρίδια Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όμως στις προηγούμενες κρίσεις, η συγκυρία παρουσιαζόταν ως ευνοϊκότερη επειδή δεν συνδυάζονταν και δεν ανατροφοδοτούνταν τόσες πολλές πρωτογενείς κρίσεις ταυτόχρονα, και κυρίως επειδή η πολιτική βούληση για την επίλυσή τους στον πυρήνα της Ένωσης, που παραμένει ο περίφημος γαλλογερμανικός άξονας, ήταν πάντα εξαιρετικά ισχυρή. Υπάρχει τέτοια πολιτική βούληση σήμερα; Το 2016 θα δείξει. Όμως η ολοένα και μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ της εξαγωγικής οικονομίας και της αίσθησης ηγεμονίας της Γερμανίας, από τη μια μεριά, και της οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης της Γαλλίας και της ανόδου του πολιτικού εξτρεμισμού ως αποτέλεσμα των παραπάνω, από την άλλη μεριά, δεν είναι καλό σημάδι. Αν προστεθεί μάλιστα στην εικόνα η ρηγμάτωση της Ευρώπης μεταξύ του εύπορου Βορρά και του ευπαθούς Νότου, της ανεκτικής Δύσης και της αυταρχικής Ανατολής, καθώς και η πολιτική και οικονομική εξάντληση της χώρας-κλειδί που είναι η Ιταλία, τα σημάδια δεν είναι καθόλου καλά…

makthes.gr